Ο Καποδίστριας μπροστά στην πρόκληση της ζωής του
ΑΡΘΡΑ

Ο Καποδίστριας μπροστά στην πρόκληση της ζωής του 

Γράφει ο Αναστάσιος Συριανός

Ο γέρος του Μωριά επιστρατεύει την λύση Καποδίστρια

Βρισκόμαστε στα 1827. Η Γ’ Εθνοσυνέλευση αναβάλλεται εδώ και τρία χρόνια, καθώς το βάρος πέφτει στις πολεμικές επιχειρήσεις, ενώ για περίπου δύο χρόνια (1823-25) μαίνονται εμφύλιες συγκρούσεις. Ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας έχει παραμείνει ζωντανός, όμως τα πάντα κρέμονται από μία κλωστή. Το επόμενο βήμα στην πολιτική σκακιέρα είναι κρίσιμο και ίσως αποβεί καθοριστικό για την ελληνική υπόθεση. Και τότε αναλαμβάνει να πάρει την υπόθεση πάνω του ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.

Ο Κολοκοτρώνης γνωρίζει ότι η πατρίδα χρειάζεται έναν άνθρωπο που θα ενώσει τους Έλληνες και θα τους πείσει να αφήσουν κατά μέρος τις διαφορές τους, ώστε οι αγώνες τους να δικαιωθούν και το όνειρο ενός ανεξάρτητου εθνικού κράτους να πάρει σάρκα και οστά. Για τον λόγο αυτόν, ήθελε να φέρει στην ηγεσία της χώρας μία προσωπικότητα ανώτερη από κάθε άλλη πολιτική μορφή. Και για τον γέρο του Μωριά, δεν τίθεται θέμα σύγκρισης. Ο Ι. Καποδίστριας είναι ο ικανότερος και πλέον κατάλληλος Έλληνας για να αναλάβει την διοίκηση της πατρίδας. Τα λόγια του προς τον Άγγλο Άμιλτον είναι χαρακτηριστικά: «Ημείς άλλον Έλληνα αξιότερον δεν έχομεν, μόνον να εκλέξωμεν τον Καποδίστριαν». Έτσι λοιπόν, με την αποφασιστική παρέμβαση του Κολοκοτρώνη, οι εργασίες της Γ’ Εθνοσυνέλευσης θα εκλέξουν παμψηφεί τον Καποδίστρια με επταετή θητεία ως τον πρώτο κυβερνήτη της Ελλάδας.

Ο Κυβερνήτης καταφτάνει στην Αίγινα

«Κι έφτασες. Κι έγειρε και φίλησε τα γόνατά σου και η χώρα. Και γρικήθηκε η φωνή της τον αέρα γιομίζοντας, πόνου φωνή και ανασασμού:—Πατέρα!—»[1] . Αίγινα, 8 Ιανουαρίου 1828. Ο Κυβερνήτης φτάνει στην πρώτη πρωτεύουσα του νεοσύστατου ελληνικού κράτους. Η εικόνα είναι αποκαρδιωτική. Οι αναφορές σύμφωνα με τις οποίες η Ελλάδα είναι ένα καμμένο τοπίο επιβεβαιώνονται. Παντού συντρίμμια και στάχτες. Τόσο απελπιστική ήταν η κατάσταση που βρήκε. Γέροι, τραυματίες του πολέμου και μανάδες με τα μωρά στο στήθος πλησιάζουν τον κυβερνήτη για να τον υποδεχτούν. Αυτές και τα παιδιά τους δεν έχουν πλέον άλλη ελπίδα στην ζωή τους παρά μόνο αυτόν, του λένε. Το γεγονός αυτό στιγμάτισε τον Καποδίστρια. Αντικρύζοντας την τραγική κατάσταση που επικρατεί τότε, θα πει: «Μέτρο μας και άστρο εις δεινά ελληνικά, θεραπεία ελληνική. Με το στόμα μας, όχι ως οι χειρούργοι της Ευρώπης κόφτοντες, αλλά με το στόμα μας να βυζαίνομε το έμπυο της πατρίδας μας διά να την γιάνομε»[2].

Ποια είναι όμως η «ελληνική θεραπεία» για την οποία μιλάει ο Κυβερνήτης κι η οποία όπως λέει θα «γιάνει» την πατρίδα;

Οι μεγάλες προκλήσεις είναι για τους μεγάλους άνδρες

Την ίδια στιγμή, η κατάσταση στην οποία βρίσκεται η πλειονότητα των Ελλήνων δεν είναι το μόνο πρόβλημα που έχει να αντιμετωπίσει ο Κυβερνήτης. Η επανάσταση βρίσκεται ακόμη σε εξέλιξη καθώς οι Τούρκοι κι οι Αιγύπτιοι κάνουν επιδρομές στην Πελοπόννησο και την Στερεά, κράτος και κρατικά έσοδα δεν υπάρχουν και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, το πολιτικό μέλλον της Ελλάδας είναι αβέβαιο και οι δυνάμεις της εποχής εχθρεύονται τον Καποδίστρια και τις ιδέες του.

Με τις τύχες της Ελλάδας ως ανεξάρτητο κράτος να είναι κυριολεκτικά στον αέρα μετά την απόρριψη της Συνθήκης του Λονδίνου (06/07/1827), ο Καποδίστριας πρέπει να κινηθεί με μεγάλη προσοχή για να εξασφαλίσει την επίσημη κατοχύρωση της Ελληνικής ανεξαρτησίας από τις μεγάλες δυνάμεις της εποχής, η οποία θα έρθει τελικά δυόμιση χρόνια μετά με την υπογραφή του Πρωτοκόλλου του Λονδίνου στις 3 Φεβρουαρίου του 1830.

Αυτό σημαίνει ότι την στιγμή που ο Καποδίστριας έρχεται για να αναλάβει τα επίσημα καθήκοντά του, έχει τα χέρια του δύο φορές δεμένα. Κι αν το πρόβλημα της οργάνωσης και της ανοικοδόμησης του κράτους και της διοίκησης μπορούσε να λυθεί, δεν ίσχυε το ίδιο και για το πολιτειακό σύστημα που θα εφάρμοζε. Ο Καποδίστριας ως εξέχων διπλωμάτης έχει παρουσιάσει δείγματα γραφής που αντηχούν έντονα τις δημοκρατικές πολιτειακές του αντιλήψεις κι αυτό δεν αρέσει καθόλου στους Ευρωπαίους μονάρχες. Συνεπώς, κάθε πολιτική του κίνηση εντός της Ελλάδας περνάει από εξονυχιστικό έλεγχο από την Ιερά Συμμαχία η οποία δεν βλέπει με καθόλου καλό μάτι μία πιθανή δημοκρατική μεταρρύθμιση ούτε στην Ελλάδα ούτε πουθενά αλλού στην Ευρώπη. Όσο λοιπόν το ελληνικό ζήτημα βρίσκεται σε εκκρεμότητα και οι Έλληνες χρειάζονται την έγκριση των ξένων δυνάμεων για να αποκτήσουν Κράτος, οι συγκυρίες απαιτούν λεπτούς διπλωματικούς χειρισμούς. Με δεδομένο ότι οι δυνάμεις αυτές προκρίνουν αποκλειστικά την λύση της μοναρχίας σε ότι νέο πολιτειακό μόρφωμα εμφανίζεται στην Ευρώπη για να το ελέγχουν πιο εύκολα, μόνο ένας παρανοϊκός ή προδότης Κυβερνήτης θα τα παρέβλεπε όλα αυτά μιλώντας ανοιχτά για δημοκρατία και εφαρμόζοντάς την ρισκάροντας έτσι την ίδια την ύπαρξη του νεοελληνικού κράτους. Ο Ν. Σπηλιάδης στα Απομνημονεύματά του γίνεται σαφέστερος όταν λέει ότι «ο Καποδίστριας γνωρίζων τους βασιλείς [της απολυταρχικής Ευρώπης], εξεύρει ότι δεν εμπορεί η Ελλάς να κυβερνάται δημοκρατικώς, ότε [όταν] από αυτούς περιμένει την σωτηρίαν της. Εξεύρει ότι αυτοί δεν θέλουν να υπάρξει εις κανέν μέρος του κόσμου δημοκρατία, και μ’όλον ότι δημοκρατικότατος και τον νουν και την καρδίαν, νομίζει χρέος του ιερόν να δείξει εις τους βασιλείς, …. ότι οι Έλληνες δεν θέλουν κυβερνάσθαι δημοκρατικώς….».

Ο Καποδίστριας λοιπόν είναι ο κατάλληλος άνθρωπος για την «δουλειά» και για αυτό επιλέγεται εκείνη την δύσκολη στιγμή. Αν και ο ίδιος είναι βαθιά δημοκρατικός άνθρωπος, κατανοεί ότι ο εθνικός στόχος προέχει και η αναγνώριση του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους είναι πάνω από οποιαδήποτε συζήτηση περί πολιτεύματος. Μέχρι να εξασφαλιστεί η εθνική ανεξαρτησία, δεν πρέπει να υπάρχει κανένα μόνιμο Σύνταγμα και πολίτευμα στην χώρα, όπως τονίζει διαρκώς στην επικοινωνία του με τα μέλη του Πανελληνίου συμβουλίου. Αυτό θα επιτρέψει στον Καποδίστρια να διατηρήσει ανοιχτό το θέμα του πολιτεύματος, ώστε αφού με την εφαρμογή ενός προσωρινού Συντάγματος πετύχει την διεθνή αναγνώριση του Κράτους και οργανώσει βασικές υποδομές, να μπορέσει στην συνέχεια να δει το πολιτειακό ζήτημα και να προωθήσει το δημοκρατικό πολίτευμα σε επίπεδο κεντρικής διοίκησης, αφού σε τοπικό επίπεδο αυτό ήδη υφίσταται και όπως θα δούμε παρακάτω η Καποδιστριακή πολιτεία θα το διατηρήσει.

Η στρατηγική του Καποδίστρια λοιπόν είναι ξεκάθαρη. Η Ελλάδα πρέπει να υιοθετήσει ένα σύστημα που θα πείσει τους έξω ότι έχει κλείσει την πόρτα στην δημοκρατία και παράλληλα αυτό το σύστημα να έχει προσωρινό χαρακτήρα ώστε να αφήνει ανοιχτό το «παράθυρο» για την μετέπειτα κατάργησή του όταν οι συνθήκες το επιτρέψουν κι έτσι να εγκαθιδρύσει ένα δημοκρατικό πολίτευμα. Η επιλογή αυτή τον υποχρεώνει να ενεργήσει συγκεκαλυμμένα ως προς τις πολιτειακές του ιδέες και σε αυτήν την κατεύθυνση τον διευκολύνει η κρίσιμη κατάσταση στην οποία βρίσκεται η χώρα. Μία κατάσταση η οποία απαιτεί ένα ευέλικτο σύστημα διακυβέρνησης με το οποίο θα έρχονται οι προτάσεις στον Κυβερνήτη, οι αποφάσεις θα λαμβάνονται ταχύτατα και θα εκτελούνται άμεσα. Όπως γράφει ο γραμματέας του Κυβερνήτη, Νικόλαος Δραγούμης «απαιτείται εξουσία αδιαίρετος, συμπαγής, άφταρχος, εν ακαρεί αποφασίζουσα και αστραπιδών εκτέλουσα τας αποφάσεις, εξουσία δημιουργός, «γεννηθήτω φώς, και εγένετο φώς …»». Η στρατηγική τίθεται σε εφαρμογή.

Στις 18/01/1828, δέκα ημέρες μετά την άφιξή του και την επίσημη ανάληψή των καθηκόντων του, ο Κυβερνήτης εισηγείται στην Βουλή την προσωρινή αναστολή του Πολιτικού Συντάγματος που είχε ψηφίσει η Γ’ Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας, διότι όπως ο ίδιος διαπιστώνει «αι δειναί της πατρίδος περιστάσεις και η διάρκεια του πολέμου δεν εσυγχώρησαν ούτε συγχωρούσι την ενέργειαν», την εφαρμογή δηλαδή του συντάγματος αυτού. Πράγματι η Βουλή θα κάνει δεκτή την εισήγηση και θα αναστείλει την εφαρμογή Συντάγματος της Τροιζήνας. Η Βουλή υιοθέτησε ψήφισμα στις 18 Ιανουαρίου του 1828, με το οποίο ίδρυε νέο «προσωρινό» Πολίτευμα, το οποίο ανέθετε όλες τις εξουσίες στον Κυβερνήτη. Δίπλα στον Καποδίστρια θα λειτουργούσε ως συμβουλευτικό όργανο το Πανελλήνιο, το οποίο, σύμφωνα με νεότερο ψήφισμα του Κυβερνήτη, θα αποτελούνταν από 27 μέλη που ο ίδιος θα επέλεγε.

Η επείγουσα κατάσταση στην οποία βρίσκεται η χώρα ωθεί τον Καποδίστρια να εφαρμόσει ως καλός ιατρός την κατάλληλη θεραπεία για να σώσει την πατρίδα του. Κι η θεραπεία αυτή, «θεραπεία ελληνική» όπως την αποκαλεί ο ίδιος, είναι αυτό ακριβώς που χρειαζόταν ο ελληνισμός εκείνη την κρίσιμη στιγμή για να επιτευχθεί ο διπλός στόχος της ανοικοδόμησης στο εσωτερικό και της αναγνώρισης στο εξωτερικό.

Συνεχίζεται.

[1] Κωστής Παλαμάς, από τον λόγο του με αφορμή το άγαλμα του Καποδίστρια στην Κέρκυρα, http://www.greek-language.gr/digitalResources/literature/tools/concordance/browse.html?cnd_id=7&text_id=204 4

[2] Γ. Τσερτσέτης, Απόλογα για τον Καποδίστρια

Related posts

Leave a Reply