Το σημαντικότερο μάθημα από τις αμερικανικές εκλογές και την εισβολή στο Καπιτώλιο
ΑΡΘΡΑ

Το σημαντικότερο μάθημα από τις αμερικανικές εκλογές και την εισβολή στο Καπιτώλιο 

Στις εκλογές του Νοεμβρίου 2020, ο Ντόναλντ Τραμπ έλαβε 74 εκ. ψήφους, ακολουθώντας τον νικητή και πλέον πρόεδρο, Τζο Μπάιντεν, ο οποίος έλαβε την υποστήριξη 81 εκ. Αμερικανών ψηφοφόρων. Όσο εξωπραγματικό και αν ακούγεται, μετά από αυτή την εκλογική διαδικασία ο Τραμπ είναι πλέον ο δεύτερος σε ψήφους για το προεδρικό αξίωμα σε ολόκληρη την ιστορία των ΗΠΑ.

Υπενθυμίζεται ότι το 2008 ο Ομπάμα έλαβε 67 εκ. και το 2012, 63 εκ. ψήφους αντίστοιχα, κατά την εκλογή και επανεκλογή του στο προεδρικό αξίωμα.

Σε επίπεδο ποσοστιαίων μονάδων οι δύο υποψήφιοι των εκλογών του περασμένου Νοεμβρίου βρέθηκαν πολύ κοντά μεταξύ τους με 51% και 47%, παρά τη γενική κατακραυγή κατά του απερχόμενου προέδρου Τραμπ, σχετικά με τη διαχείριση της πανδημίας, και τα σκάνδαλα που βάραιναν την περίοδο της διακυβέρνησής του.

Παρά την ισχυρή εκλογική συμμετοχή, με δεδομένα τα κοντινά ποσοστά των δύο υποψηφίων, την πόλωση και την τοξική ρητορική που επικράτησε, οι πολίτες των ΗΠΑ επί της ουσίας απέδειξαν την συλλήβδην απόρριψή τους στις προκατασκευασμένες ή μάλλον ανύπαρκτες επιλογές του πολιτικού τους συστήματος.

Είναι, άλλωστε, ακριβώς αυτοί οι προεπιλεγμένοι υποψήφιοι, είτε ρεπουμπλικάνοι και δημοκρατικοί, είτε σοσιαλιστές και φιλελεύθεροι, που οδηγούν στην αγανάκτηση των πολιτών και τις εκρήξεις βίας. Ας μην ξεχνάμε την απέχθεια των Αμερικανών πολιτών στο πρόσωπο της διεφθαρμένης μέχρι το κόκκαλο Χίλαρι Κλίντον, γεγονός που τους οδήγησε να προτιμήσουν στις εκλογές του 2016 μία ασόβαρη τηλεπερσόνα που άκουγε στο όνομα Ντόναλντ Τραμπ. Οτιδήποτε δηλαδή πέρα από τους Κλίντον, την οικογενειοκρατία και τους εκλεκτούς του διεφθαρμένου κλεπτοκρατικού συστήματος. Το φαινόμενο αυτό διακρίνεται και σε άλλα κράτη, όπου οι πολίτες ψηφίζουν μεταξύ σοβαρού – και αστείου ακόμα και γραφικούς πρωτοεμφανιζόμενους (βλ. Μπέπε Γκρίλο, αλλά και Έλληνες βουλευτές), αρκεί να γλιτώσουν και να απαλλαγούν από τις συστημικές επιλογές που τους σερβίρει η κατά τόπους ολιγαρχία.

Αυτή η διαστρεβλωμένη πολιτική κατάσταση, όπου οι πολίτες βρίσκονται παγιδευμένοι στη μέγγενη του σαθρού πολιτικού κατεστημένου από τη μία, και των λαϊκιστών πολιτικών – γελωτοποιών από την άλλη, μας προσφέρει το μεγαλύτερο μάθημα της σύγχρονης εποχής. Πως ο κοινοβουλευτισμός και η ολιγαρχία που κυριαρχούν στα κράτη της σύγχρονης «δύσης», έχουν πραγματικά ξοφλήσει.

Έχουν ξοφλήσει καθότι απεδείχθησαν άκρως επικίνδυνες πολιτικές θεσμίσεις. Ο κοινοβουλευτισμός είναι το σύστημα που οδηγεί σε κοινωνική αδικία, πολιτική αποξένωση, εξέγερση και εν τέλει στην οχλοκρατία. Είτε πρόκειται για αποδεκτές (;) μορφές οχλοκρατίας, όπως οι ιδεοληπτικές πορείες εν μέσω lockdown και οι αναχρονιστικές διαμαρτυρίες με τις καταστροφές στις πόλεις, είτε πάλι για τις απαράδεκτες μορφές της, όπως η περίπτωση εισβολής στο Καπιτώλιο των ΗΠΑ.

Έπειτα, η ανορθόδοξη περίοδος Τραμπ απέδειξε περίτρανα πώς μπορούν κάλλιστα να εξευτελιστούν οι θεσμοί ακόμα και της ισχυρότερης και πλέον υγιούς ολιγαρχίας του πλανήτη. Αποτέλεσε ζωντανή απόδειξη, πως ο κοινοβουλευτισμός είναι εξαιρετικά ευάλωτος σε επιθέσεις από δυνάμεις εθνικισμού και λαϊκισμού, οι οποίες δύνανται να οδηγήσουν τα πολιτικά συστήματα σε αστάθεια και κοινωνικές εκρήξεις. Το αντίπαλο δέος, αυτό του διεθνισμού και της κατάργησης των εθνών και των ιστορικών ταυτοτήτων, αποτελεί μία εξίσου αποσταθεροποιητική και επικίνδυνη εναλλακτική, όπως αποδεικνύει η παρακρατική δράση οργανώσεων τύπου Antifa στις ΗΠΑ. Ακόμα και αν η ολιγαρχία φλερτάρει και μερικές φορές ερωτοτροπεί με τον διεθνισμό (και τον πολυπολιτισμό από τον οποίον εμφορείται), επί της ουσίας εκμεταλλεύεται επικοινωνιακά αυτές τις τάσεις, εξαγοράζοντας λίγο χρόνο για την επιβίωση του πολιτικού της σαρκίου. Πρόκειται για λυκοφιλίες οι οποίες είναι καθ’ όλα καταδικασμένες.

Σε κάθε περίπτωση οι πολίτες έχουν απορρίψει εν συνόλω το τρίπτυχο που κυβερνάει στα καθεστώτα του κοινοβουλευτισμού και της ολιγαρχίας: 1) τους γραφικούς, λαϊκιστές και βίαιους πατριδοκάπηλους, 2) τους πολυπολιτισμικούς, κομπλεξικούς και ιδεοληπτικούς τρομοκράτες και 3) τα τζάκια, τη σαθρή ελίτ και τους διεφθαρμένους επαγγελματίες πολιτικούς, που κυριαρχούν στην κορυφή της συστημικής πυραμίδας.

Αυτό το τρίπτυχο επί της ουσίας συνθέτει τον κοινοβουλευτισμό και την ολιγαρχία, τα οποία αποτελούν τη μεγαλύτερη απειλή για την ανθρωπότητα. Οι πρόσφατες αυταρχικές εκφάνσεις των κοινοβουλευτικών συστημάτων είναι μόνο η τελευταία απόδειξη αυτής της απειλής. Πρόκειται δε για ένα τρίπτυχο το οποίο είναι φύσει αδύνατο να ευδοκιμήσει σε πραγματικό πολίτευμα δημοκρατίας. Κατέστη άλλωστε σαφές και με τον πλέον πρόδηλο τρόπο ότι δεν υπάρχουν πραγματικές δημοκρατίες στον πλανήτη. Οι περίφημες «Republics», δεν είναι ούτε κατ’ όνομα δημοκρατίες, όπως μπορεί να διαπιστώσει κανείς παρατηρώντας τις πιο ηχηρές περιπτώσεις αυταρχικών ψευδοδημοκρατιών, όπως η Πολωνία, η Ουγγαρία, η Τουρκία, η Βραζιλία και οι Φιλιππίνες. Η ανάγκη διαχωρισμού κοινοβουλευτισμού και δημοκρατίας αναδεικνύεται πιο επίκαιρη από ποτέ.

Ο Γουόλτερ Μπέιτζχοτ, αρχισυντάκτης του Economist κατά την περίοδο 1861 – 1877, ανησυχώντας για την επιβίωση του κοινοβουλευτισμού και της ολιγαρχίας, πρότεινε μία ευφάνταστη λύση για την προστασία τους: Να χρησιμοποιηθεί ο μονάρχης ως ένα θέατρο το οποίο θα διασκέδαζε τις μάζες και παράλληλα θα τους αποσπούσε την προσοχή από αυτούς που κατείχαν την εξουσία στην πραγματικότητα.

Μετά λοιπόν από τους θεατρινισμούς και το δράμα που εξελίχθηκε στις ΗΠΑ, ήρθε η ώρα να αποδείξουμε την κοινωνικοπολιτική μας συνείδηση, να απορρίψουμε ολοκληρωτικά και αμετάκλητα τον κοινοβουλευτισμό, τα κόμματα και τους πολιτικούς τους, και να δημιουργήσουμε εμείς οι ίδιοι, ως ελεύθεροι και κυρίαρχοι πολίτες τις συνθήκες και τους όρους για τη μετάβαση σε μία πραγματική και αληθινή δημοκρατία.

  • Σταύρος Καλεντερίδης

Related posts

Leave a Reply