Ο Καποδίστριας ως αισυμνήτης
ΑΡΘΡΑ

Ο Καποδίστριας ως αισυμνήτης 

Στην τελετή εγκαινίων του «Μουσείου Καποδίστριας», ο πρώην πρόεδρος της Δημοκρατίας Προκόπης Παυλόπουλος θα αναφέρει στην ομιλία του τον Νίκο Αλιβιζάτο ο οποίος γράφει, όχι εύστοχα κατ’ εμέ, ότι ο Καποδίστριας θα προτιμήσει ένα καθεστώς «με τον εαυτό του στη θέση του πανίσχυρου πρωθυπουργού και όχι του ανεύθυνου μονάρχη». Η διαπίστωση αυτή πράγματι αναιρεί την κριτική που δέχθηκε ο Κυβερνήτης ότι ήταν οπαδός της δεσποτείας, δεν αντικατοπτρίζει όμως την αλήθεια. Για να δούμε πώς έχει το ζήτημα της πολιτειακής ταυτότητας του Καποδίστρια κατά την διάρκεια της θητείας του ως κυβερνήτης της Ελλάδας θα πρέπει να ανατρέξουμε σε ένα από τα βασικά πολιτειακά εργαλεία που έχει αναπτύξει διαχρονικά η ελληνική πολιτική επιστήμη για την επίλυση κρίσεων σε μία πόλη/κράτος. Το εργαλείο αυτό είναι ο «Αισυμνήτης». Τι είναι όμως ο αισυμνήτης και πώς σχετίζεται με τον Καποδίστρια;

Στην ελληνική ιστορία έχουμε πάμπολλα παραδείγματα όπου μία πολιτεία σε περίοδο κρίσης αποφασίζει δια των πολιτών της να αναθέσει την διακυβέρνησή της σε ένα πρόσωπο κοινής αποδοχής με απόλυτη παντοδυναμία ώστε να ρυθμίσει τα πολιτειακά και πολιτικά ζητήματα με σκοπό να δώσει τέλος στις συγκρούσεις και να επαναφέρει την ειρήνη και την ομόνοια στην πολιτεία. Ιστορικά, μπορούμε να πούμε ότι ο αισυμνήτης ήταν ένα πρόσωπο το οποίο συγκέντρωνε τα εξής στοιχεία: 1) είχε επιλεγεί δια εκλογής από τον λαό της πόλης, δεν είχε πάρει την εξουσία με την βία, 2) ήταν πρόσωπο κοινής αποδοχής το οποίο ξεχώριζε για την αρετή του και τις ηγετικές του ικανότητες, 3) η εξουσία του ήταν απόλυτη για να διορθώσει το πρόβλημα όπως αυτός θεωρούσε καλύτερα, όχι για να εξοντώσει όσους τυχόν αντιδρούσαν και 4) το αξίωμά του είχε προσωρινό χαρακτήρα κι αμέσως μετά το τέλος των μεταρρυθμίσεών του έπρεπε να παραδώσει την εξουσία πίσω στην πόλη. Τα τέσσερα αυτά βασικά στοιχεία της αισυμνητείας είναι παρόντα και σε πολύ μεγάλο βαθμό μάλιστα στην περίπτωση του Καποδίστρια. Ας τα δούμε ένα προς ένα.

1) Εκλογή όχι επιβολή

Ο κυβερνήτης, εξελέγη δεν επιβλήθηκε, του ζητήθηκε να αναλάβει το αξίωμα δεν το ζήτησε ο ίδιος. Μάλιστα όταν με το πρωτόκολλο του Λονδίνου το 1830 προτάθηκε στον Λεοπόλδο να πάρει τον θρόνο της Ελλάδας, ο Καποδίστριας τον ενθάρρυνε να τον αποδεχτεί, παρά το γεγονός ότι αυτό αυτομάτως θα σήμαινε ότι ο δικός του ρόλος και το αξίωμά του θα τερματιζόταν. Είναι αφελές να πιστέψει κανείς ότι ένας άνδρας με τις ικανότητες, τις γνωριμίες και την αναγνωρισιμότητα του Καποδίστρια, δεν θα μπορούσε αν ήθελε να ενεργήσει ιδιοτελώς και αφού εξασφαλίσει την εύνοια των μεγάλων δυνάμεων, να αναδειχθεί σε απόλυτο μονάρχη της Ελλάδας με όρους ευνοϊκούς για τον ίδιο και δυσμενείς για την χώρα του. Θεωρώ ότι αν το ήθελε μπορούσε πολύ εύκολα να το πετύχει. Δεν το έκανε και κυνήγησε μέχρι τέλους την επίσημη αναγνώριση της Ελλάδας ως ανεξάρτητο κράτος με όσο το δυνατόν πιο διευρυμένα σύνορα γινόταν. Και το πέτυχε. Κι αυτό ήταν δικό του επίτευγμα, όχι των πολιτικών του αντιπάλων. Μπορούσε να προδώσει εύκολα την εμπιστοσύνη του Κολοκοτρώνη και των υπόλοιπων Ελλήνων για να αναδειχθεί δια βίου μονάρχης του Βασιλείου της Ελλάδας. Αυτό ήθελε μία μερίδα των Ευρωπαίων πολιτικών, αυτό επιθυμούσε διακαώς κι ο Μέττερνιχ. Μπορούσε λοιπόν να το κάνει, αλλά δεν ήθελε και δεν το έκανε.

Σε γράμμα προς τον πατέρα του γράφει χαρακτηριστικά: «Είμαι ευχαριστημένος…Αντιστάθηκα στις πιό μεγάλες και γοητευτικές προτάσεις … Έμεινα σταθερός στο να παραιτηθώ από λαμπρές και ανετότατες θέσεις … προκειμένου να μείνω με όλη μου την καρδιά προσκολλημένος … σε όσα εγώ πιστεύω ως ιερά καθήκοντα … Μού προσφέρθηκαν περισσότερες από μιά ωραίες αποκαταστάσεις. Τις αρνήθηκα χωρίς δυσαρέσκειαν. Θα είχα γίνει Κροίσος στα πλούτη, αλλά στους αντίποδες. Θα είχα προχωρήσει κατά χίλια βήματα στην σταδιοδρομία μου, αλλά έξω από τις αρχές μου, από την ατμόσφαιρά μας. Δεν το θέλησα και ούτε θα το θελήσω ποτέ… Ελπίζω στην θεϊκή προστασία …»

Το ηθικό του διαμέτρημα, το πατριωτικό του φρόνημα και τα δημοκρατικά του αισθήματα δεν του το επέτρεψαν. Εκεί ακριβώς φαίνεται το μέγεθος του άνδρα και του πολιτικού. Όταν μπορείς να χρησιμοποιήσεις την μεγάλη δύναμη που έχεις στα χέρια σου για το προσωπικό σου όφελος, αλλά εσύ πιστός στην φωνή της συνείδησης δίνεις τον αγώνα σου για το καλό όλων εκείνων που στηρίζουν τις ελπίδες τους πάνω σου. Αυτό θα πει ηγέτης κι ο Καποδίστριας είναι επιτομή του ανιδιοτελούς πολιτικού ηγέτη που μάχεται για το κοινό συμφέρον του λαού του. Φαντάζεται ο αναγνώστης, ποια θα ήταν η τύχη του υπό σύσταση ελληνικού κράτους αν Κυβερνήτης κατά την κρίσιμη στιγμή των διαπραγματεύσεων ήταν ένας Κωλέττης ή ένας Μαυροκορδάτος;

2) Κοινή αποδοχή ενός εξέχοντος προσώπου

Το ζήτημα της κοινής αποδοχής που έχαιρε ο Καποδίστριας το είδαμε ανωτέρω στην αναφορά που κάναμε στον ρόλο του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη κι είναι αυταπόδεικτο. Το ότι κάποιοι από εκείνους που αρχικά τον προσκάλεσαν και τον ψήφισαν δίνοντάς του κυριολεκτικά την εξουσία στα χέρια, στην συνέχεια τον πολέμησαν και του εναντιώθηκαν με κάθε τρόπο, δεν αναιρεί την αρχική αποδοχή που είχε.

Ταυτόχρονα, ο Καποδίστριας ήταν μία προσωπικότητα της οποίας η λάμψη είχε ξεφύγει προ πολλού από τα στενά γεωγραφικά όρια της Ελλάδας και φώτιζε με την σοφία του και την τόλμη του ολόκληρη την γηραιά ήπειρο. Ο τύπος της εποχής, οι αριστοκράτες στα ευρωπαϊκά σαλόνια, ακόμα κι οι εχθροί του πολλές φορές, όχι μόνο αναγνώριζαν την «εξέχουσα φυσιογνωμία» του Καποδίστρια η οποία ενίοτε «επισκίαζε τους πάντες» με την παρουσία της, αλλά «και αυτοί ακόμη οι πολιτικοί αντίπαλοί του, ανίκανοι να τον αντικρούσουν, τον επαινούσαν …».

Ιδιαίτερως τα λόγια του Μέττερνιχ, του αυστριακού ηγέτη της Ιεράς Συμμαχίας, ο οποίος έτρεφε θανάσιμο μίσος για τον Καποδίστρια, μαρτυρούν αδιαψεύστως το πολιτικό μέγεθος του Κυβερνήτη και τεκμηριώνουν την τεράστια τύχη της Ελλάδας να διαθέτει μία τόσο προικισμένη προσωπικότητα. Σε γράμμα του στην Δούκισσα Δωροθέα Lieven αναφέρει: «Αν υπολογίσω τα ποσοστά της επιρροής του καθενός από τους δύο μας στις αποφάσεις που παίρνουμε στα συνέδρια, το 85% της νίκης είναι δικό μου. Με το υπολειπόμενο όμως 15% ο Καποδίστριας κερδίζει τα πάντα…».

Έναν τέτοιο πολιτικό ηγέτη λοιπόν, που ακόμα κι όταν χάνει νικάει, τον οποίο θα σεβόταν και θα τιμούσε ολόκληρη η Ευρώπη είχε ανάγκη η Ελλάδα. Έναν πολιτικό αφοσιωμένο στο συμφέρον της πατρίδας του, υπεράνω κάθε υλικής απολαβής, κάθε εύνοιας και κάθε θρόνου, του οποίου η ταπεινότητα και η αίσθηση του υψηλού καθήκοντος για να υπηρετήσει τον λαό του στον οποίο «ολόψυχα και ολοκληρωτικά» ανήκει, καθιστούσε όλα τα παραπάνω ανώφελα ή και προσβλητικά. Έναν πολιτικό τέλος, ο οποίος το μόνο στο οποίο ήλπιζε ερχόμενος να σώσει την πατρίδα του και να την στήσει ξανά στα πόδια της ήταν «μία στέγη και εν μικρόν παρεκκλήσιον». Έναν πολιτικό που έζησε το ίδιο λιτά και φτωχικά με κάθε Έλληνα κι Ελληνίδα της εποχής του, φτάνοντας στο σημείο να τρώει για τέσσερις ημέρες μία κότα όπως μαρτυρά ο Μακρυγιάννης. Έναν πολιτικό που θα φτάνει στο σημείο να παραβλέπει τον εαυτό του και την υγεία του και θα κάνει τις κακουχίες κάθε συμπατριώτη του δικές του κακουχίες, απαντώντας αφοπλιστικά στον ιατρό που το συνέστησε να βελτιώσει το επίπεδο της διατροφής του « τότε μονάχα θα βελτιώσω την τροφή μου, όταν θα είμαι βέβαιος ότι δεν υπάρχει ούτε ένα Ελληνόπουλο που να πεινάει …».

Τέτοιος ήταν ο Καποδίστριας. Αν μπορούν οι υβριστές του, ας τον φτάσουν.

3) Απόλυτη εξουσία

Ας δούμε τώρα το τρίτο χαρακτηριστικό στοιχείο της Αισυμνητείας: οι επείγουσες συνθήκες απαιτούν να αποδωθεί σε ένα πρόσωπο η απόλυτη εξουσία για να διορθώσει την κατάσταση. Την στιγμή που αναλαμβάνει ο Κυβερνήτης η έννοια του κατεπείγοντος έχει διπλή όψη: αφ’ ενός υπάρχει η απελπιστική κατάσταση εντός της χώρας η οποία ζητά άμεσα διόρθωση κι αφ’ ετέρου υπάρχει το φλέγον θέμα της επίσημης αναγνώρισης του Ελληνικού κράτους το οποίο παραμένει στον αέρα. Σε αυτήν την κρίσιμη καμπή η λύση του Αισυμνήτη είναι επιβεβλημένη, κι αν δεν υπήρχε ήδη ως πολιτικό εργαλείο, ο Καποδίστριας θα ήταν αναμφίβολα ο εφευρέτης του.

Όταν λοιπόν υπάρχει η ανάγκη ανάδειξης ενός ανώτατου πολιτειακού άρχοντα για να δώσει λύση σε κρίσιμα ζητήματα που ταλανίζουν την πολιτεία, επιβάλλεται το πρόσωπο που θα επιλεγεί για να φέρει εις πέρας την αποστολή να ενδυθεί με την απόλυτη πολιτική δύναμη ώστε το έργο του να μην βρει εμπόδιο στην στείρα αντιπολίτευση, τον λαϊκισμό και την ιδιοτέλεια των αντιτιθέμενων κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων. Σε μία τέτοια περίσταση δεν έχει καμμία σημασία αν θα μείνουν όλοι ευχαριστημένοι ή όχι. Ο αισυμνήτης δεν εκλέγεται για να είναι αρεστός αλλά για να βγάλει την πατρίδα του από την δύσκολη κατάσταση όποια κι αν είναι αυτή. Ούτε ο Σόλων κατάφερε να πετύχει την απόλυτη αποδοχή των μεταρρυθμίσεών του. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έπρεπε να γίνουν.

Έτσι λοιπόν, στην περίοδο αισυμνητείας του Καποδίστρια όχι απλά δεν αποτελεί προτεραιότητα η τήρηση ανοιχτών διαδικασιών για κάθε θέμα ξεχωριστά, αλλά κάτι τέτοιο είναι αντίθετο με την έννοια του κατεπείγοντος που εξ αρχής έκρινε απαραίτητη την παρουσία ενός τέτοιου άρχοντα. Ολόκληρη η θητεία του Καποδίστρια αποτελεί μία τέτοια «κρίσιμη κατάσταση» όπου πρέπει επειγόντως να βρεθούν και να εφαρμοστούν λύσεις σε μία χώρα διαλυμένη από την σκλαβιά, τον πόλεμο, τις εμφύλιες διαμάχες, την φτώχεια. Όταν για παράδειγμα έπρεπε να δώσει άμεση λύση στο επισιτιστικό ζήτημα ή στο ζήτημα των ορφανών, να πάρει τις αποφάσεις και να τις εκτελέσει το γρηγορότερο δυνατόν για να επωφεληθούν άμεσα οι ομάδες του πληθυσμού που το είχαν ανάγκη, τι καλό θα έκανε να είχε απέναντί του μία Βουλή ή μία Κυβέρνηση; Τι γόνιμο θα προσέφερε η ύπαρξη αυτών των οργάνων σε μία κατάσταση «εκτάκτου ανάγκης» όπου οι λύσεις έπρεπε να είχαν εφαρμοστεί όχι χτες αλλά πριν χρόνια και δεν επιδέχονταν άλλη καθυστέρηση;

Και σήμερα άλλωστε υπάρχουν διεθνώς οι συνταγματικές και νομοθετικές προβλέψεις σε περίπτωση εκτάκτων συνθηκών, που αφορούν είτε περιβαλλοντικές καταστροφές, είτε τρομοκρατικές επιθέσεις, είτε τώρα με το υγειονομικό ζήτημα, όπου η κυβέρνηση μπορεί να παρακάμπτει το νομοθετικό σώμα και να λειτουργεί ως απόλυτος άρχοντας για να αντιμετωπίσει αυτές τις καταστάσεις. Ασχέτως αν αυτές οι εξουσίες μπορεί να μονιμοποιούνται από κάποιους ή να γίνονται αντικείμενο κατάχρησης, το γεγονός παραμένει ότι μία τέτοια λειτουργία αποτελεί και σήμερα αναπόσπαστο κομμάτι του πολιτικού συστήματος και του συνταγματικού κώδικα σε πάρα πολλές χώρες.

Ας μην ξεχνάμε ότι ο Καποδίστριας δεν πήρε την εξουσία με την βία ούτε με εξαναγκασμό. Το ίδιο ισχύει και για το σύστημα με το οποίο κυβέρνησε την Ελλάδα. Το πολίτευμα αυτό που είχε ρητώς προσωρινό χαρακτήρα δεν το επέβαλλε ο Καποδίστριας, το εισηγήθηκε και η Βουλή το έκανε δεκτό. Στον Καποδίστρια δεν υπάρχει το στοιχείο της επιβολής ή της βίας. Ξέρει ότι σε αυτήν την κατάσταση που βρίσκεται η χώρα χρειάζεται να λειτουργήσει ως αισυμνήτης, αν θέλει να τα καταφέρει και για αυτό ζητάει και παίρνει την έγκριση της Βουλής να εφαρμόσει ένα πολιτικό σύστημα με το οποίο θα επιλύει χωρίς καθυστέρηση και ανούσιες προστριβές το ένα ζήτημα μετά το άλλο. Παρ’ όλα αυτά, ενώ η εξουσία του Κυβερνήτη είναι απόλυτη δεν είναι αυθαίρετη. Το 27μελές Πανελλήνιο Συμβούλιο το οποίο αποτελεί το δεύτερο πολιτειακό όργανο μετά τον Κυβερνήτη, θα χωριστεί σε τρία 9μελή τμήματα, το οικονομικό, το διοικητικό και το στρατιωτικό, τα οποία θα έχουν γνωμοδοτική και νομοπαρασκευαστική αρμοδιότητα. Οι πράξεις του Κυβερνήτη για να είναι έγκυρες, έπρεπε να είναι “θεμελιωμένες επάνω εις τας εγγράφους αναφοράς του Πανελληνίου ή των τμημάτων του“.

Εξάλλου, όπως είδαμε προηγουμένως, η αναγκαιότητα για ένα σύστημα διακυβέρνησης που δεν θα προκατέβαλλε δυσμενώς την Ελλάδα προς τους ευρωπαίους ηγεμόνες ήταν ζωτικής σημασίας εκείνη την στιγμή. Η αισυμνητεία του Καποδίστρια κάλυπτε και τις δύο αυτές παραμέτρους και για αυτό η πολιτειακή θεραπεία στην οποία επέλεξε να ποντάρει την σωτηρία της πατρίδας του ήταν κατ’ εμέ ιδιοφυής και επιβεβλημένη.

4) Προσωρινό αξίωμα

Το στοιχείο της προσωρινότητας είναι κι αυτό αυταπόδεικτα παρών στα χαρακτηριστικά της κυβερνητικής θητείας του Καποδίστρια, δεδομένου ότι εξελέγη κυβερνήτης για μία επταετία.

Συνοψίζοντας, θεωρώ ότι ο Καποδίστριας αντλώντας παραδείγματα και γνώσεις από την μακραίωνη πολιτική παράδοση του γένους, αξιοποίησε την αισυμνητεία ως μέρος της «θεραπείας ελληνικής» με την οποία πίστεψε ότι θα έσωζε την πατρίδα από τον διπλό κίνδυνο που διέτρεχε τον ταραχώδη εκείνον καιρό.

Τα αποτελέσματα τον δικαιώνουν και θα τον δοξάζουν για πάντα.

Συνεχίζεται.

  • Αναστάσιος Συριανός

Related posts

Leave a Reply