Ο μύθος του Ναυαρίνου
ΑΡΘΡΑ

Ο μύθος του Ναυαρίνου 

Η Ναυμαχία του Ναυαρίνου (08/10/1827) έχει καταστεί σχεδόν κλισέ να συνοδεύεται με τη φράση πως «η Ελλάδα χρωστάει την ελευθερία της στις ξένες δυνάμεις».

Αυτή η αφήγηση θέλει την Επανάσταση να πνέει τα λοίσθιά της στα μέσα του 1827, την Πελοπόννησο να είναι υπό τον σχεδόν απόλυτο έλεγχο του Ιμπραήμ και τις μεγάλες δυνάμεις (Βρετανία-Γαλλία-Ρωσία) να επεμβαίνουν ως “τρίτος παίκτης” και με την καταστροφή του τουρκοαιγυπτιακού στόλου να φέρνουν… τούμπα το αποτέλεσμα. Από την τελική καταστολή της εξέγερσης από τους Οθωμανούς, καταλήγουμε στη δημιουργία ανεξάρτητου ελληνικού κράτους.

Αυτή η αφηγηματική σύνθεση, που θέλει την Ελλάδα να οφείλει την ελευθερία της στις ξένες δυνάμεις, ούσα ανήμπορη να τα καταφέρει μόνη της, στηρίζεται σε 3+1 ιστορικούς μύθους. Η αλήθεια είναι διαφορετική.

Α). Η παρέμβαση των τριών αυτών μεγάλων δυνάμεων υπήρξε στη σύλληψή της και στις προθέσεις τους οτιδήποτε εκτός από φιλελληνική.

Στόχοι των κυβερνήσεών τους με την Συνθήκη του Λονδίνου (06/07/1827) και την αναγνώριση αυτόνομου ελληνικού κράτους ήταν:
α) Καταστολή της πειρατείας που διεξήγαγαν οι Έλληνες στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, που είχε ρημάξει τους εμπορικούς διαύλους.
β) Αποτροπή ενός Ρωσοτουρκικού πολέμου. Η Ρωσία τον επεδίωκε και η υπεράσπιση των “ομόδοξων Ελλήνων από τις σφαγές των Τούρκων” ήταν η αφορμή που την εξυπηρετούσε άριστα. Αντιθέτως, Βρετανία και Γαλλία στόχευαν σε αποτροπή μιας τέτοιας σύγκρουσης, καθώς ήταν βέβαιο πως θα έβγαζε νικήτρια -και, κυρίως, εδαφικά κερδισμένη- τη Ρωσία.
γ) Κατευνασμός της εγχώριας κοινής γνώμης. Ο φιλελληνισμός μπορεί να μην διακατείχε τους κυβερνώντες των μεγάλων δυνάμεων, ωστόσο είχε συνεπάρει τους απλούς πολίτες των αυτοκρατοριών και μάλιστα ήταν ακόμη εντονότερος μετά την πτώση του Μεσολογγίου, τον Απρίλιο του προηγούμενου έτους.

Βρετανία και Γαλλία, αν και από διαφορετικό πρίσμα έκαστη, το 1827 επιθυμούσαν την άμεση κατάπαυση πυρός και τη δημιουργία ενός αυτόνομου μικρού ελληνικού κράτους υπό την επικυριαρχία της Πύλης (άρα όχι ανεξάρτητο), με επίκεντρο την Πελοπόννησο. Αυτά το 1827. Τα προηγούμενα χρόνια, οι παρεμβάσεις ήταν… από την ανάποδη. Επιθυμία των μεγάλων δυνάμεων στα πρώτα έτη της Επανάστασης ήταν η ολοκληρωτική καταστολή της. Η Επανάσταση αντέβαινε τις αρχές της Ιεράς Συμμαχίας και κυρίως αντέβαινε το στρατηγικό δόγμα της Βρετανίας, που ήθελε διατήρηση της ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Κάθε απώλεια των Οθωμανών θα ισοδυναμούσε με κέρδος για τη Ρωσία. Αυτό ακριβώς ήθελαν να αποτρέψουν οι Βρετανοί.

Στα πρώτα χρόνια του Αγώνα, οι μεγάλες δυνάμεις είχαν ποντάρει στο “τουρκικό άλογο”. Οι σκληρές μάχες και οι στρατιωτικές επιτυχίες των Ελλήνων ήταν που τους ανάγκασαν το 1827 να αλλάξουν πλέον άτι. Οι Έλληνες όρισαν -υπέρ τους- ποιο ήταν πλέον το συμφέρον των μεγάλων δυνάμεων και προς τα εκεί τις έσυραν. Αυτό όριζε τις επιλογές των τελευταίων, όχι κάποιος φιλελληνισμός.

Β). Σύμμαχους δεν είχαν μονάχα οι Έλληνες, είχαν και οι Οθωμανοί. Για την ακρίβεια, αυτούς ακριβώς αντιμετώπιζαν οι ελληνικές δυνάμεις.

Τυπικά, ο Μοχάμεντ Άλι, όντας ο πασάς της Αιγύπτου, ήταν ο πολιτικοστρατιωτικός διοικητής μίας σημαντικής οθωμανικής επαρχίας και υφιστάμενος του Σουλτάνου στη δομή εξουσίας. Πρακτικά, τη δεκαετία του 1820 η Αίγυπτος ήταν περίπου ανεξάρτητο κράτος. Η προσφυγή του σουλτάνου Μαχμούτ Β’ στον Μοχάμεντ Άλι για στρατιωτική βοήθεια, δεν ήταν εντολή ενός αυτοκράτορα στον αξιωματούχο του, αλλά παράκληση για συμμαχία. Και τα ανταλλάγματα που ζήτησε ο Μοχάμεντ Άλι ήταν ακριβά.

Η καταστολή της επανάστασης στην Κρήτη έγινε σε μεγάλο βαθμό από αιγυπτιακά στρατεύματα που διαρκώς κατέφθαναν στο νησί από το 1822, έπειτα από προσφυγή του Σουλτάνου στον Μοχάμεντ Άλι. Το αντίτιμο της βοήθειας για τον Σουλτάνο όμως ήταν βαρύ. Η Κρήτη πέρασε στην ηγεσία του Άλι και ουσιαστικά αποσπάστηκε από τον οθωμανικό έλεγχο (αυτό πάντως αναιρέθηκε το 1840, αφού έπειτα από πίεση του Βρετανού υπουργού εξωτερικών Πάλμερστον, ο Άλι επέστρεψε την Κρήτη στον σουλτανικό έλεγχο). Το ίδιο μοντέλο επιδιώχθηκε να εφαρμοστεί και στην Πελοπόννησο.

Για τους Οθωμανούς, ο Μοριάς ήταν ουσιαστικά χαμένος, αφού κάθε τους εστία αντίστασης επί των επαναστατημένων Ελλήνων είχε σχεδόν εκμηδενιστεί. Η απόφαση του σουλτάνου Μαχμούτ Β’ να ζητήσει από τον Άλι να συνδράμει στην καταστολή της επανάστασης, συνοδεύτηκε από την παραχώρηση της Πελοποννήσου στον αλβανικής καταγωγής πασά της Αιγύπτου. Έτσι βρέθηκαν ο Ιμπραήμ και οι αιγυπτιακές δυνάμεις στο προσκήνιο των γεγονότων. Ήταν ντε φάκτο μία επίκληση για συμμαχία βασισμένη σε σοβαρά ανταλλάγματα, όχι άφιξη στρατιωτικών ενισχύσεων από ένα άλλο σημείο της αυτοκρατορίας. Ο Σουλτάνος δεν ήταν ποτέ σε θέση να διατάξει τον Μοχάμεντ Άλι για καμία ενέργεια.

Όσο μπορεί η παρέμβαση των βρετανογαλλορωσικών δυνάμεων να χαρακτηριστεί “εξωγενής παράγοντας” στο πεδίο της διμερούς σύγκρουσης Ελλήνων-Οθωμανών, άλλο τόσο αυτός ο χαρακτηρισμός συνοδεύει τον Ιμπραήμ και τις Αιγυπτιακές δυνάμεις σε ξηρά και θάλασσα. Εάν “ξένες δυνάμεις έσωσαν την Επανάσταση”, εξίσου ξένες δυνάμεις χρησιμοποιήθηκαν από την οθωμανική πλευρά για να την καταστείλουν. Δίχως την αιγυπτιακή συνδρομή ούτε η Πελοπόννησος θα πληττόταν, ούτε το Μεσολόγγι θα έπεφτε, ούτε θα υπήρχε ο δυσχερής παράγοντας ενός εχθρικού αιγυπτιακού στόλου να πλέει σε Αιγαίο και Ιόνιο, ενώ ίσως και η Κρήτη να είχε καλύτερη μοίρα. Και φυσικά ούτε θα υπήρχε Ναυμαχία του Ναυαρίνου.

Συμπληρωματικά, για να πιστοποιηθεί το ουσιαστικό ανεξάρτητο του Μοχάμεντ Άλι και της Αιγύπτου, αρκεί μονάχα να αναφέρουμε τον ΤουρκοΑιγυπτιακό Πόλεμο του 1831-33, στον οποίο για να αποτρέψει διαφαινόμενη επίθεση των αιγυπτιακών δυνάμεων δια ξηράς στην Κωνσταντινούπολη, ο Σουλτάνος κατέφυγε σε… ρωσική βοήθεια, που πραγματώθηκε με την αποστολή ρωσικής ναυτική δύναμης στον Βόσπορο, για την υπεράσπιση της Πόλης!

Γ). Ο βασικός στυλοβάτης του αφηγήματος περί “σωτήριας παρέμβασης ξένων” στο Ναυαρίνο, έχει να κάνει με την κατάσταση στην Πελοπόννησο στα μέσα του 1827. Η εικόνα που δίνεται μιλάει για μία σχεδόν εκμηδενισμένη Επανάσταση, για διαλυμένες ελληνικές δυνάμεις σε απελπισμένες μάχες οπισθοφυλακών και για έναν Ιμπραήμ που ελέγχει σχεδόν ολοκληρωτικά τον Μοριά. Η πραγματικότητα όμως  ήταν αλλιώς.

Ο Ιμπραήμ μαζί με περίπου 8.000 στρατό πραγματοποίησε απόβαση στη Μεθώνη στις αρχές του 1825 και σύντομα κατέλαβε το μεγαλύτερο μέρος της Μεσσηνίας όπως και την εκκενωμένη Τρίπολη, ωστόσο απέτυχε να καταλάβει και το Ναύπλιο, αφού αναχαιτίστηκε στη Μάχη των Μύλων από τους Δ. Υψηλάντη και Μακρυγιάννη. Αυτό ήταν όντως το διάστημα που έπληξε βαρύτατα την Πελοπόννησο. Στη συνέχεια μετέβη στο Μεσολόγγι όπου και παρέμεινε ως την πτώση του τον Απρίλιο του 1826, οπότε και επέστρεψε στον Μοριά. Στο μεταξύ, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης είχε αποφυλακιστεί από το προηγούμενο έτος και, έχοντας λάβει απόλυτες εξουσίες από την κυβέρνηση, προετοίμαζε την αντεπίθεσή του.

Οι επόμενοι 18 μήνες συνιστούν το αποκορύφωμα της στρατιωτικής ιδιοφυΐας του “Γέρου του Μοριά”, αφού πέτυχε να ανατρέψει μία κατάσταση που στην αρχή της έδειχνε όντως απελπιστική. Αν και ο Ιμπραήμ κρατούσε πάντοτε την Τρίπολη και την χρησιμοποιούσε ως ορμητήριο για τις επιχειρήσεις του, ο χρόνος κυλούσε σε βάρος του. Ο Κολοκοτρώνης, με βασικούς συμπαραστάτες τον γιο του Γενναίο και τους Νικηταρά και Πλαπούτα, καθοδηγούσε το σύνολο των ελληνικών δυνάμεων και δρώντας με τακτικές… ανταρτοπολέμου, κατάφερε να προξενήσει αλλεπάλληλες φθορές στα αιγυπτιακά στρατεύματα, μετρώντας λίγες απώλειες. Αν και ο Ιμπραήμ λάμβανε συχνά ενισχύσεις σε άνδρες και εφόδια από την Αίγυπτο, αδυνατούσε να μετουσιώσει την ποσοτική και ποιοτική υπεροχή του σε τελειωτικό παράγοντα, ενώ απέτυχε πλήρως όποτε επιχείρησε να καταλάβει βασικές εστίες ελληνικής αντίστασης, με κεντρικότερη όλων την Καρύταινα. Ο Κολοκοτρώνης είχε προβλέψει σωστά μία επίθεση εκεί και είχε ενισχύσει εγκαίρως το εν λόγω φρούριο.

Για τον Ιμπραήμ, ο Μοριάς είχε καταστεί ένα δωμάτιο γεμάτο σφηκοφωλιές. Η αδυναμία του να παρασύρει τον Κολοκοτρώνη σε μία αποφασιστική μάχη, η αποτυχία του να διατηρήσει ακμαίο το ηθικό των ανδρών του -οι λιποταξίες δεν έλειπαν, αντιθέτως όλο και αυξάνονταν- και οι επιδημίες τύφου που ανά διαστήματα χτυπούσαν τις δυνάμεις του, έκαναν τη θέση του όλο και δυσμενέστερη. Στο τέλος του 1826, από τους συνολικά 24.000 άνδρες που είχαν φτάσει από την Αίγυπτο στον Μοριά, μόνο οι 6.500 ήταν σε θέση να πολεμήσουν. Οι Αιγύπτιοι είχαν καταλάβει μεγάλο μέρος του Μοριά, αλλά αδυνατούσαν να ολοκληρώσουν την υπόταξή του. Οι φθορές τους ήταν μία διαρκώς αυξανόμενη “αιμορραγία”.

Εφόσον απέτυχε με καθαρά στρατιωτικές μεθόδους, ο Ιμπραήμ κατέφυγε στο… Plan B για να καταστείλει την επανάσταση. Με συνδυασμό πειθούς και απειλών, αποπειράθηκε να εξαναγκάσει τους κατοίκους και τους μικρή εμβέλειας οπλαρχηγούς να εγκαταλείψουν την Επανάσταση και να δηλώσουν υποταγή. Ήταν το περίφημο “προσκύνημα”. Οι απειλές του Ιμπραήμ ήταν ρεαλιστικές, αφού είχε ήδη καταστρέψει ουκ ολίγους οικισμούς. Η τακτική έδειχνε τον πρώτο καιρό αποτελεσματική, αφού πολλοί κάτοικοι όντως “προσκύνησαν”, ενώ και ένοπλοι άνδρες συνέπραξαν με τον Ιμπραήμ, με χαρακτηριστικότερη περίπτωση εκείνη του οπλαρχηγού Δημήτριου Νενέκου.

Για άλλη μια φορά όμως ο Κολοκοτρώνης έλαβε τα κατάλληλα μέτρα. Το δόγμα “τσεκούρι και φωτιά στους προσκυνημένους” ήταν πολύ απλά μία ξεκάθαρη απειλή προς όσους είχαν “προσκυνήσει”, να επιστρέψουν στο ελληνικό στρατόπεδο για να αποφύγουν οδυνηρά αντίποινα. Η τακτική ήταν επιτυχής, αφού σε μεγάλο βαθμό αναίρεσε όσα είχε πετύχει ο Ιμπραήμ ως τότε.

Ο επικεφαλής των αιγυπτιακών δυνάμεων είχε βρεθεί πια στα μέσα του 1827 σε εξαιρετικά δύσκολη θέση. Καμία από τις προσπάθειές του να καταστείλει ολοκληρωτικά την Επανάσταση στην ξηρά δεν πρόσφερε ουσιαστικό αποτέλεσμα, παρόλο που και οι ελληνικές δυνάμεις μάχονταν έχοντας αγγίξει τα απώτατα όρια των δυνατοτήτων τους. Ωστόσο η Επανάσταση ήταν ζωντανή και το… κατενάτσιο απέδιδε καρπούς.

Έτσι, ο Ιμπραήμ κατέφυγε στη διαβόητη επιλογή απελπισίας, χρησιμοποιώντας τα στρατεύματά του όχι για ένοπλες συγκρούσεις, αλλά για να ξεριζώσει οπωροφόρα δέντρα στη Μεσσηνία, ως αντίποινα στον ντόπιο πληθυσμό. Πάνω από 60.000 συκιές, 25.000 ελαιόδεντρα και χιλιάδες ακόμη μουριές, διάφορα οπωροφόρα αλλά και αμπέλια καταστράφηκαν. Ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι.

Την ίδια περίοδο, η Συνθήκη Λονδίνου είχε τεθεί σε ισχύ και οι μεγάλες δυνάμεις κλήθηκαν να επιβάλουν τους όρους της: Ανακωχή στον ΕλληνοΤουρκικό Πόλεμο και κήρυξη αυτόνομου Ελληνικού Κράτους. Τα σύνορα αυτού του κράτους θα καθορίζονταν στη συνέχεια.

Αυτή ήταν η κατάσταση στην Πελοπόννησο όταν λίγους μήνες αργότερα προέκυψε η Ναυμαχία του Ναυαρίνου. Το αφήγημα περί “σχεδόν πλήρους ελέγχου του Μοριά από τον Ιμπραήμ” και “μελλοθάνατης Επανάστασης” που σώθηκε αποκλειστικά από την παρέμβαση των δυνάμεων, δεν συμβαδίζει με την πραγματικότητα, παρά τις αναμφίβολες δυσκολίες των Ελλήνων.

Για τον Μοχάμεντ Άλι, η εκστρατεία στην Πελοπόννησο δεν ήταν παρά ένα επεκτατικό εγχείρημα. Δεν είχε ποτέ λόγο να σπαταλήσει τόσο μεγάλο όγκο δυνάμεων και υλικού, που θα έπληττε συνολικά την ισχύ της Αιγύπτου. Η ώρα για την απόφαση απεμπλοκής και απόσυρσης ήταν ρεαλιστικά κοντά.

Η Ναυμαχία οπωσδήποτε επέσπευσε τα γεγονότα. Επέβαλε με άμεσο τρόπο τις αποφάσεις της Συνθήκης του Λονδίνου περί ανακωχής. Ωστόσο, σε καμία περίπτωση δεν ήταν παράγοντας που ανέτρεψε μία χαμένη υπόθεση. Τον Οκτώβριο του 1827, δεν υπήρχε χαμένη υπόθεση.

Δ). Στην αρχή μιλήσαμε για 3+1 ιστορικούς μύθους. Ο τέταρτος έχει να κάνει με την ίδια τη ναυμαχία. Πολύ απλά, μία ένοπλη σύρραξη για τις τρεις δυνάμεις (τουλάχιστον για τις δυο, πλην Ρωσίας), δεν ήταν ποτέ επιθυμητή επιλογή!

Χαρακτηριστική είναι η οδηγία που κοινοποιείται στους τρεις ναυάρχους των αντίστοιχων δυνάμεων (Ε. Κόδριγκτον της Βρετανίας, Α. Δεριγνύ της Γαλλίας και Λ. Χέυδεν Ρωσίας) στην περίπτωση που οι Οθωμανοί αρνηθούν να συμμορφωθούν στον όρο περί ανακωχής που προέβλεπε η Ιουλιανή Σύμβαση του Λονδίνου. Ιδού το ουσιαστικότερο σημείο της:
“Θα δηλώσετε προς αυτήν (την Πύλη) πως θα εφαρμοστεί κάθε μέσο που οι περιστάσεις θα υπαγορεύσουν, ώστε να επιτευχθούν άμεσα τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα της ανακωχής… (Θα πραγματοποιηθεί) ένωση των στόλων των τριών δυνάμεων, ώστε να παρεμποδιστεί στην Ελλάδα ή στα νησιά του Αρχιπελάγους κάθε τουρκική ή αιγυπτιακή ενίσχυση σε άνδρες, όπλα, πλοία και πολεμικό υλικό. Από εκείνη την ημέρα, οι στόλοι θα δείχνουν φιλική συμπεριφορά προς τους Έλληνες, χωρίς, ωστόσο, να λαμβάνουν μέρος στις μεταξύ των εμπόλεμων εχθροπραξίες”.

Η τελευταία φράση περικλείει όλο το νόημα. Από το τέλος κιόλας της Ναυμαχίας του Ναυαρίνου, οι κυβερνήσεις των μεγάλων δυνάμεων μίλησαν για ένα “ατυχές γεγονός”. Στην πραγματικότητα, το ξέσπασμα της μάχης, εφόσον είχαν βρεθεί τόσο ο βρετανογαλλορωσικός όσο και ο τουρκοαιγυπτιακός (ένωση σουλτανικού και αιγυπτιακού) στόλος μαζί στον κόλπο του Ναυαρίνου, ήταν όντως αυτό, η κλιμάκωση ενός μικροσυμβάντος. Για την ακρίβεια, ο στόλος της Ρωσίας, της μοναδικής δύναμης που θα επιθυμούσε μία άμεση σύγκρουση, ήταν ακριβώς έξω από τον κόλπο όταν άρχισαν όλα, αλλά σύντομα εισήλθε και αυτός.

Ως προς το συμβάν στο οποίο οφείλεται το ξέσπασμα της μάχης, επρόκειτο για ένα πυρπολικό που προετοίμαζαν οι Τούρκοι και ο Βρετανός πλοίαρχος Φέλοους έστειλε μία λέμβο με τον πρώτο του υποπλοίαρχό και μερικούς ακόμη άνδρες για να προλάβει με… διπλωματία να αποτρέψει την καταστροφή. Ο ίδιος περιγράφει στην αναφορά του: “Τη στιγμή που η λέμβος πλεύριζε την πρύμνη του (τουρκικού) σκάφους και ενώ σήκωνε τα κουπιά, ο κυβερνήτης της πυροβολήθηκε και σκοτώθηκε, παρόλο που ο υποπλοίαρχος είχε κάνει σήμα στον Τούρκο διοικητή πως δεν είχε εχθρικές διαθέσεις, το οποίο μάλιστα επανέλαβε και μετά την πτώση του άνδρα δίπλα του. Ακολούθησαν κι άλλοι πυροβολισμοί από τα φινιστρίνια, με αποτέλεσμα τον θάνατο και τον τραυματισμό κι άλλων ανδρών του πληρώματος της λέμβου”.

Στη συνέχεια όλα κλιμακώθηκαν με εκτεταμένη ανταλλαγή πυροβολισμών, ενώ οι πρώτοι κανονιοβολισμοί από αιγυπτιακό πλοίο κήρυξαν ουσιαστικά την έναρξη της ναυμαχίας.

Αν και για τους πολίτες των τριών δυνάμεων η νίκη στο Ναυαρίνο και η εξυπηρέτηση την ελληνικής υπόθεσης πανηγυρίστηκε δεόντως μέσα στο πνεύμα του φιλελληνισμού, για τις κυβερνήσεις τους η καταστροφή του οθωμανικού και του αιγυπτιακού στόλου δεν ήταν ποτέ στα σχέδιά τους. Οι Βρετανοί ήθελαν να προκύψει μία σχετική ισορροπία δυνάμεων στο Αιγαίο αλλά όχι ένα ανεξάρτητο ελληνικό κράτος, ενώ παράλληλα ήθελαν να αποτρέψουν έναν ΡωσοΤουρκικό πόλεμο. Σίγουρα η ναυμαχία δεν ήταν ευνοϊκή εξέλιξη για τα σχέδιά τους, αφού πέτυχαν ένα καίριο πλήγμα στους σταθερούς συμμάχους τους, Οθωμανούς.

Για τους Γάλλους, βασική επιδίωξη ήταν μία μακρόπνοη συνεργασία με τον Μοχάμεντ Άλι, ως ανερχόμενη δύναμη στην ανατολική Μεσόγειο, οπότε σαφώς δεν επεδίωκαν την καταστροφή του στόλου του. Μόνο οι Ρώσοι ευνοήθηκαν από αυτή την εξέλιξη, έχοντας πλέον να αντιμετωπίσουν μία ακόμη πιο αποδυναμωμένη Οθωμανική Αυτοκρατορία στον μεταξύ τους επερχόμενο πόλεμο. Ωστόσο και αυτοί ακόμη θα προτιμούσαν η ελληνοτουρκική ανακωχή να μην ερχόταν άμεσα, ώστε να έχουν ισχυρότερη αιτιολόγηση της εισόδου τους σε πόλεμο κόντρα στους Οθωμανούς, υπέρ της προστασίας των ομόδοξων Ελλήνων.

Εάν χρωστάει σε κάποιον η Ελλάδα την ελευθερία της, αυτός ο κάποιος είναι οι ίδιοι οι Έλληνες και μόνο. Είναι εκείνοι που ξεκίνησαν την Επανάσταση και διεξήγαγαν τον εθνικοαπελευθερωτικό πόλεμο, μέσα στο πλαίσιο του οποίου πέτυχαν να στρέψουν προς όφελός τους τα συμφέροντα των μεγάλων δυνάμεων (όχι όλων, καθώς η Αυστρία μέχρι τέλους έμεινε ευμενώς προς τους Οθωμανούς ουδέτερη). Συμφέροντα που στην αρχή δεν ήταν απλώς αδιάφορα και αμέτοχα, αλλά ήταν σε βάρος τους.

Η αφήγηση πως η Ελλάδα “χρωστάει την ελευθερία της στις ξένες δυνάμεις” λόγω της Ναυμαχίας του Ναυαρίνου είναι ένας μύθος. Ένας μύθος που πρέπει οριστικά να καταρριφθεί, αφού μοναδικό αποτέλεσμα έχει να υποβαθμίζει τα επιτεύγματα των Ελλήνων στα πεδία των μαχών, να δημιουργεί αίσθηση εξάρτησης από ισχυρές ξένες δυνάμεις και, το κυριότερο, να χτίζει συνείδηση ανικανότητας των Ελλήνων να πετύχουν δύσκολους στόχους, δίχως τη στήριξη ξένων πλατών.

Στην πραγματικότητα, ισχύει ακριβώς το αντίθετο. Η Επανάσταση του 1821 ήταν μία αμιγώς ελληνική υπόθεση. Ήταν μία καθαρά προσωπική μας υπόθεση.

  • Α. Μελέτης

Related posts

Leave a Reply