Του Σταύρου Καλεντερίδη
Είναι γνωστό και πλέον ευρέως αποδεκτό πως για να επέλθει διέξοδος για την Ελλάδα πρέπει να αλλάξουμε το πολιτικό σύστημα της χώρας μας. Μετά και από την τελευταία κυβέρνηση-Βατερλώ, και έχοντας δοκιμάσει τα πάντα, το δέλτα και η στρατηγική του για τη χώρα προβάλλεται ως μοναδική ρεαλιστική εναλλακτική.
Αν και η αλλαγή του πολιτικού συστήματος αποτελεί προτεραιότητα, υπάρχουν ωστόσο πολλοί τομείς που πρέπει να εκσυγχρονίσουμε στην πολιτεία για να οδηγηθούμε σε πραγματική ανάπτυξη. Δίχως αμφιβολία, ένας εξ αυτών είναι η δημόσια διοίκηση. Παρόλο που έχουν υπάρξει αρκετές απόπειρες μεταρρυθμίσεων στο δημόσιο, κάθε μία από αυτές πραγματοποιήθηκε από το διεφθαρμένο πολιτικό σύστημα της χώρας και ακολούθησε την λανθασμένη του νοοτροπία. Όπως ήταν αναμενόμενο, τα αποτελέσματα αυτών των μεταρρυθμίσεων υπήρξαν από μηδαμινά έως επιζήμια για τη χώρα.
Στο μικροσκόπιο κάθε προσπάθειας εξυγίανσης του δημοσίου πρέπει φυσικά να τεθεί αφενός η αξιοκρατία/αξιολόγηση και αφετέρου η άρση της μονιμότητας και όπως αυτή προβλέπεται στο άρθρο 103§4 του Συντάγματος σύμφωνα με το οποίο «οι δημόσιοι υπάλληλοι που κατέχουν οργανικές θέσεις είναι μόνιμοι εφόσον αυτές οι θέσεις υπάρχουν». Προφανώς και οι θέσεις μπορούν να δημιουργηθούν κατά το δοκούν από την εκάστοτε κυβέρνηση, οπότε καλό θα ήταν να αγνοήσουμε τη φράση «εφόσον αυτές οι θέσεις υπάρχουν» σαν ένα άνευ νοήματος ή μάλλον ύπουλο χωρίο που προσπαθεί να μας πείσει για το αναγκαίο της μονιμότητας.
Δεν χρειάζεται να πει κανείς τίποτα για την αξιοκρατία και αξιολόγηση μιας και είναι δίκαιες πρακτικές που εν πολλοίς ορίζουν τον ιδιωτικό τομέα επομένως είναι αυτονόητο πως πρέπει να διέπουν και τον δημόσιο. Μιλάμε επίσης για ανταγωνισμό, επιβράβευση εργασίας, καθημερινή αξιολόγηση, κόστος αποτυχίας και ανεπάρκειας και εργατική κινητικότητα. Εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς τους λόγους που το πολιτικό προσωπικό, ως επί το πλείστον επαγγελματίες πολιτικοί, δεν μπορούν να παρουσιάσουν την αξιοκρατία στο δημόσιο ούτε καν ως αφηρημένη έννοια. Τραγικό αποτέλεσμα βέβαια, η αδυναμία των βέλτιστων δημοσίων υπαλλήλων να αναδειχθούν και να εξελιχθούν μιας και δεν υπάρχει το αντίστοιχο πλαίσιο. Ταυτόχρονα, παρατηρείται το φαινόμενο προαγωγών (μισθολογικών και μεταθέσεων) των “εκλεκτών” του εκάστοτε κόμματος, υπουργού, κτλ., οι οποίοι σε καθεστώς αξιοκρατίας και αξιολόγησης, δεν θα είχαν καμία θέση στον δημόσιο τομέα.
Αντίθετα, το ζήτημα της μονιμότητας απαιτεί ειδική διαχείριση. Η έννοια του μόνιμου, του ισόβιου και του αθάνατου ανήκουν στη σφαίρα του φανταστικού και σίγουρα όχι στη χρηστή διοίκηση του δημοσίου τομέα. Είναι γνωστό πως η θεσμοθέτηση του εν λόγω μέτρου στόχευε στην αναγκαία προστασία των δημοσίων υπαλλήλων από τις απολύσεις που υφίστανται εξαιτίας των πολιτικών τους πεποιθήσεων κατά τις αλλαγές κυβερνήσεων από ένα κομματοκρατούμενο σύστημα που επιβραβεύει την κομματική υποταγή και όχι την ικανότητα. Άρα πρέπει, όπως πρεσβεύει το δ, να αλλάξει το σύστημα.
Ως έχει η κατάσταση, βρισκόμαστε μπροστά στο δίλημμα μεταξύ μονιμότητας των υπαλλήλων από τη μία και από την άλλη να γίνονται βορά στις ορέξεις των ανάξιων κομμάτων που βλέπουν την ανάληψη εξουσίας ως κατάκτηση και ευκαιρία μοιρασιάς της «λείας» στους ημέτερους. Η υγιής εναλλακτική βέβαια, κάτι το οποίο κανείς πολιτικός φωστήρας δεν μπορεί να σκεφτεί, είναι η προστασία των δημοσίων υπαλλήλων από αναιτιολόγητες απολύσεις, από τις υποκινούμενες δηλαδή από πολιτικά – κομματικά κριτήρια. Σε περίπτωση μάλιστα προσφυγής και δικαίωσης του υπαλλήλου κατά αναιτιολόγητης απόλυσης του (δηλαδή πολιτικά υποκινούμενης) αυτό πρέπει να συνιστά αδίκημα για τον προϊστάμενο που προσπάθησε να προκαλέσει την εν λόγω απόλυση. Και κάπως έτσι τελειώνει και το δίλημμα.
Τέλος, πρέπει να εξεταστεί το ενδεχόμενο ενός εντελώς διαφορετικού δημοσίου τομέα. Ενός δημοσίου που δεν αποζητά υποχρεωτικά τη δια βίου αφοσίωση του εργαζομένου. Στην περίπτωση αυτή, μπορεί να υπάρχει μια σχολή διοίκησης υπό την προϋπόθεση πως αυτή είναι αξιοκρατική και λειτουργεί, κάτι το οποίο θα καταργούσε βέβαια τους ισχύοντες σχετικούς φορείς. Εκεί δεν θα υπήρχαν ιλαροτραγικές ερωτήσεις γενικού τύπου (που όπως είδαμε σε πρόσφατο διαγωνισμό, είναι πολιτικοποιημένες) αλλά οι διαγωνιζόμενοι θα επέλεγαν κάποια κατηγορία του δημοσίου και θα έδιναν εξετάσεις αποκλειστικά στο αντικείμενο τους (π.χ. διεθνείς σχέσεις, πολιτιστική διαχείριση, κτλ.). Μέσω της σχολής αυτής θα αναδεικνύοντο τα ανώτερα διοικητικά στελέχη. Η πλειοψηφία ωστόσο δεν θα ήταν υπάλληλοι καριέρας δημοσίου αλλά απλοί εργαζόμενοι οι οποίοι επέλεξαν να εργαστούν σε κάποια υπηρεσία του δημοσίου, κάποια στιγμή, κατά τη διάρκεια της επαγγελματικής τους σταδιοδρομίας.
Για να γίνει αυτό θα χρειαζόταν απλά μια κεντρική διαδικτυακή πλατφόρμα όπου με απλό και εύχρηστο τρόπο, ο επίδοξος εργαζόμενος θα μπορούσε να δημιουργήσει προσωπικό λογαριασμό, και να «ανεβάσει» το βιογραφικό και τις ικανότητες του στην ιστοσελίδα. Έπειτα, επιλέγοντας λεπτομέρειες και φίλτρα από τη σχετική μηχανή αναζήτησης, όπως π.χ. επιθυμητός τόπος εργασίας, επιθυμητό αντικείμενο ή υπηρεσία (π.χ. δημόσια υγεία, υπουργείο εξωτερικών, κτλ.), εξειδίκευση (π.χ. διαχείριση ανθρωπίνου δυναμικού, νομικά, λογιστικά, κ. ά.), επίπεδο επιθυμητών ετήσιων απολαβών, κτλ. θα κατέληγε στις ανοιχτές θέσεις για τις οποίες το δημόσιο έχει αναρτήσει σχετική προκήρυξη. Έτσι, και εφόσον κάποιος πληροί τις προϋποθέσεις που αναφέρονται, θα μπορούσε να υποβάλει απευθείας την αίτηση του στην σχετική δημόσια υπηρεσία μέσω της ίδιας της πλατφόρμας και αν περνούσε από την πρώτη φάση, θα μπορούσε να ακολουθήσει κάποια συνέντευξη, κάποιο τεστ, κ.ο.κ.
Με τον τρόπο αυτό, ο επίδοξος εργαζόμενος δεν θα «ανήκε» στον δημόσιο ή τον ιδιωτικό τομέα, ενώ θα μπορούσε να εξετάσει όλες τις επιλογές του και από τους δύο τομείς κατά την προσπάθεια ανεύρεσης εργασίας και να κατέληγε στην καλύτερη για αυτόν. Έτσι, το δημόσιο μπορεί επιτέλους να ανταγωνιστεί τον ιδιωτικό τομέα για τους ικανότερους υπαλλήλους. Αντίστοιχα, οι υπεύθυνοι προσλήψεων των φορέων θα μπορούν με τη διαδικασία αυτή να επιλέγουν τους δημοσίους υπαλλήλους με τρόπο αξιοκρατικό και διαφανή καθώς όλη η διαδικτυακή επικοινωνία καταγράφεται.
Για την εφαρμογή κάποιων από εκ των ανωτέρω, προϋπόθεση είναι η αλλαγή του πολιτικού συστήματος και δη πάνω στον άξονα που πρεσβεύει το δ. Μάθε περισσότερα και πάρε μέρος στο: www.todelta.gr
Related posts
1 Comment
Πολιτικοί και Σύνταγμα η μεγαλύτερη απειλή του 2020
Καλή χρονιά σε όλους. Ας ελπίσουμε πως καταφέραμε να αφήσουμε πίσω στο 2020, ό,τι κακό, προβληματικό και στενάχωρο. Όλα αυτά…
Ο κοινοβουλευτισμός είναι φασισμός
Σκοπίμως καθυστέρησε η σύνταξη του παρόντος άρθρου. Ο λόγος ήταν ο ειλικρινής μας σεβασμός στην ιδέα της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης…
Ελλάδα, η Ιφιγένεια του κοινοβουλευτισμού
Και οι μάσκες έπεσαν. Αναμενόμενο μεν για την πλειοψηφία των πολιτών, οι οποίοι κατάφεραν να διακρίνουν ευθύς εξ αρχής το…
Το δημοσιογραφικό πραξικόπημα
Η κυβέρνηση με τις αποφάσεις επικοινωνιακής διαχείρισης της υγειονομικής κρίσης, υπέπεσε σε ένα «θανάσιμο» αμάρτημα για την ελευθερία του…
Άλλο κοινοβουλευτισμός, άλλο δημοκρατία
Τι είναι χειρότερο από τον κομμουνισμό, τον καπιταλισμό και τον φασισμό; Η αστική «δημοκρατία». Το παρόν αποτελεί ένα άρθρο που έπρεπε να είχαμε γράψει…
Η υγειονομική κρίση ως ευκαιρία αναγέννησης για την Ελλάδα
Η χώρα μας βρίσκεται ενώπιον μιας νέας οικονομικής κρίσης. Μιας κρίσης, που αν αναλογιστούμε τις συμπληγάδες των μνημονίων από τα…
200 χρόνια μετά, η Ελλάδα δεν απελευθερώθηκε πραγματικά ποτέ
Για 400 χρόνια ο Ελληνισμός υπέμεινε τον δυνάστη. Η Ελληνική Επανάσταση επέφερε την εθνική μας απελευθέρωση. Ο Ελληνισμός όμως σήμερα,…
Η πρόσβαση στην κοινωνική και πολιτική ζωή – δικαίωμα κάθε πολίτη
Δεδομένου του γεγονότος ότι η υγεία και η αρτιμέλεια αποτελούν από τα πολυτιμότερα αγαθά και τυχόν έλλειψη αυτών οφείλει να…
[…] και πράξεων. Μέσω και της πρότασης του δέλτα για έναν ελεύθερο δημόσιο τομέα, οι δημόσιοι λειτουργοί δύνανται να προσφέρουν τις […]