Του Παναγιώτη Μπαλακτάρη, δικηγόρος ΔΣΑ
Η πρώτη πράξη της Μεταπολίτευσης ήταν η τραγωδία στην Κύπρο το θέρος του 1974. Τότε που οι δυνάμεις του Αττίλα αποβιβάσθηκαν στην ακτή Πεντεμίλι λίγα χιλιόμετρα δυτικά της Κερύνειας. Η τραγωδία της Κύπρου αποκαθήλωσε την επιβληθείσα την 21η Απριλίου 1967 στρατιωτική δικτατορία στην Ελλάδα και οδήγησε στην παλινόρθωση των πολιτικών της πρότερης περιόδου.
Ο Ελληνισμός θα έπρεπε πλέον να μάθει να ζει ακρωτηριασμένος. Η σταδιακή συρρίκνωσή του, προϊόντος του χρόνου, κατέληξε στην απώλεια και του 37% της Κύπρου. Χάθηκε πολύτιμο εθνικό έδαφος. Με έναν πόλεμο, τον οποίον η ελληνική πλευρά δεν είχε αναγνωρίσει ως τέτοιον μέχρι πριν από μερικά χρόνια, η Τουρκία παρανόμως εισέβαλε, κατέλαβε και έκτοτε κατέχει σχεδόν το ήμισυ της Μεγαλονήσου. Η βασική αντίδραση της Ελλάδος σε αυτήν την βαρβαρότητα εξαντλήθηκε σε μια λανθασμένη διπλωματική ενέργεια. Την απόσυρση της Ελλάδος από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ. Ενέργεια, η οποία έδωσε την δυνατότητα στην Τουρκία να βάλει πόδι στο Αιγαίο, το οποίο έως εκείνη τη στιγμή ήταν μια αμιγώς ελληνική θάλασσα.
Αυτή η ανείπωτη ήττα του Ελληνισμού δεν μπορούσε να ξεπεραστεί. Οι νεκροί Ελλαδίτες και Κύπριοι που υπερασπίσθηκαν με χαρακτηριστική αυτοθυσία τα πατρώα εδάφη δεν μπορούσαν να λησμονηθούν. Οι 1619 αγνοούμενοι στοίχειωναν τις ημέρες και τις νύχτες όλων των Ελλήνων, οι οποίοι στέκονταν δίπλα στους συγγενείς τους με αλληλεγγύη και παρηγοριά.
Η ούτως διαμορφωθείσα κατάσταση είχε απομυθοποιήσει την ικανότητα των πολιτικών να δίνουν λύσεις και ο λαός στα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης ήταν πια δύσπιστος. Τί αξία και ποίο νόημα θα είχε η ύπαρξη ενός πολιτικού, όταν δεν θα μπορούσε να ανακτήσει το κυριολεκτικά χαμένο εθνικό έδαφος ; Ποία η ανάγκη για προεκλογικές εξαγγελίες και άλλες τινές υποσχετικές, όταν ήταν αδύνατον να κλείσει η πληγή που άφησαν οι δύο Αττίλες τον Ιούλιο και τον Αύγουστο του 1974; Οι πολιτικοί φορούσαν τα κοστούμια και τις γραβάτες τους, αλλά ήσαν παντελώς ανίκανοι να δώσουν πίσω στον Ελληνισμό το κομμένο κομμάτι της Κύπρου.
Κάπου εκεί και κάπως έτσι άρχισε η στροφή της πολιτικής πρακτικής στην Ελλάδα. Οι πολιτικοί στην πλειονότητά τους, αντί να γίνονται ωφέλιμοι και χρήσιμοι – όσο ηδύναντο εν πάση περιπτώσει – προσπάθησαν να γίνονται αρεστοί. Η τεράστιας σημασίας αυτή στρατιωτική ήττα είχε και σοβαρές προεκτάσεις στον τρόπο της κοινωνικής εκτόνωσης στον ελλαδικό χώρο, αφού , πλέον, όλα ήταν επιτρεπτά από τους κοινωνούς, ακόμη και οι ασχήμιες. Οι πολιτικοί καλόπιαναν όποιον έδειχνε ή έλεγε ότι είναι αντίθετος με την εξουσία. Σχετικά νωρίς, μάλιστα, οι πολιτικοί αντιλήφθηκαν ότι αποκτούσαν διείσδυση στα κοινωνικά στρώματα άπαξ και στόχευαν στην ελπίδα του κόσμου για μια θέση εργασίας∙ δηλαδή για αυτό που έλεγαν «ένα κομμάτι ψωμί». Διορίζοντας, λοιπόν, στο Δημόσιο αφειδώς υπαλλήλους πίστευαν ότι κατ’ ουσίαν εξαγόραζαν την σιωπή – αν όχι συναίνεση – της κοινής γνώμης στις ανεπάρκειές τους ή στις παρανομίες τους. Έως έναν βαθμό πρέπει να πούμε ότι το επέτυχαν. Για παράδειγμα, το «ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ» γραμμένο με κόκκινα γράμματα που αποτυπωνόταν σε κασέτες που έδιναν δωρεάν περιοδικά της εποχής (ΕΝΑ κ.λπ.) μετατράπηκε σε κάτι που έπρεπε να θυμόμαστε, αλλά όχι και να επιδιώκουμε.
Μέσα στην γεωμετρικώς αυξανόμενη ψευτοευδαιμονία της εποχής που κάλυψε τα πάντα χάθηκαν αρχές, αξίες και εθνικές επιδιώξεις. Για αυτό, εξάλλου, φτάσαμε στο «δεν διεκδικούμε».
Επειδή, επιπλέον, το πρόταγμα ήταν το οικονομικό όφελος, η απαραίτητη διοικητική ιεραρχία του κράτους λύγισε υπό το βάρος του «μέσου» και της κομματικής ισχύος. Όποιος είχε προσβάσεις στα ανώτερα επίπεδα της κυβέρνησης προηγείτο από κάποιον άλλον που ήταν αξιότερος αυτού. Με τον τρόπο αυτόν και με την κατάρρευση της διοικητικής ιεραρχίας ανασκολοπίσθηκε η αξιοκρατία. Επικράτησε παντού η ευνοιοκρατία με ολέθριες, όπως έχει διαπιστωθεί, συνέπειες για το κοινωνικό και εθνικό συμφέρον.
Για όλα τα παραπάνω αποκλειστικά υπαίτιοι είναι οι πολιτικοί που παρά τον όρκο τους πούλησαν το πραγματικό συμφέρον της Ελλάδος αντί πινακίου ψήφων. Οι ίδιοι πολιτικοί – η πλειονότητά τους για την ακρίβεια – που νομοθετεί χαριστικές διατάξεις για τους εαυτούς τους, που η αποζημίωσή τους εκπίπτει φορολογικά περισσότερο από του απλού πολίτη, που λαμβάνουν διπλές και τριπλές συντάξεις, που απολαμβάνουν προνομίων που αρκετοί δεν δικαιούνται καν.
Η λύση σε αυτόν τον γόρδιο δεσμό δεν μπορεί να βρεθεί επιλέγοντας το ένα ή το άλλο άκρο ή μέσο του προβλήματος. Η λύση θα βρεθεί μόνον εάν επικρατήσει ξανά η αξιοκρατία σε όλα τα επίπεδα και συγχρόνως, εάν σταματήσουν οι πολιτικοί να έχουν αντισυνταγματικά προνόμια και ασυλίες που τους αναβιβάζουν σε κάτι ανώτερο του κοινού θνητού…
Η λύση δεν είναι κάπου αλλού, ούτε την φέρνει μαζί του κάποιος σωτήρας.
Η λύση είναι μπροστά στα μάτια μας.
Η λύση είναι η καθεμία και ο καθένας από εμάς.
Δείτε πώς: todelta