Α’ μέρος
Στα χρόνια της τουρκοκρατίας ο σχηματισμός πολιτικών φορέων από τους σκλαβωμένους ελληνικούς πληθυσμούς δεν υπήρχε ούτε σαν ιδέα και ασφαλώς δε θα μπορούσε να επιτευχθεί υπό τον μανδύα της απόλυτης εξουσίας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ωστόσο, με τα χρόνια αναπτύχθηκε κάποιο είδος δικτύων στη βάση της υπεράσπισης κάποιων βασικών συμφερόντων των υπόδουλων Ελλήνων, αλλά ταυτόχρονα και του ανταγωνισμού των πιο ισχυρών προσώπων (πάτρωνες), τα οποία επεδίωκαν να καταλάβουν κάποια δημόσια θέση, η οποία θα τους επέτρεπε να ασκούν εξουσία. Πρόκειται για τα λεγόμενα πελατειακά δίκτυα.
Τα πελατειακά δίκτυα αναπτύχθηκαν σε διάφορες περιοχές, χωρίς να διαφέρει ιδιαίτερα ο τρόπος που λειτουργούσε το κάθε δίκτυο. Άσκηση πολιτικής δεν υπήρχε. Η δράση τους ήπτετο θεμάτων της καθημερινής ζωής. Αυτό που διαφοροποιούσε τα δίκτυα μεταξύ τους ήταν το ποιος βρισκόταν σε κάθε περίπτωση στον πυρήνα τους. Κατά κανόνα, στον πυρήνα των πελατειακών δικτύων βρίσκονταν πρόσωπα, μαζί με τις οικογένειές τους, που κατείχαν μια εξέχουσα κοινωνική θέση. Στην Πελοπόννησο ήταν οι πρόκριτοι, στη Στερεά Ελλάδα οι μεγαλοαρματολοί και στα νησιά οι μεγαλοπλοιοκτήτες. Γύρω από τον πυρήνα συγκεντρώνονταν οι υπόλοιπες οικογένειες αυτών των περιοχών, προσπαθώντας να εξασφαλίσουν οικονομική και φυσική ακόμα ασφάλεια. Τη μεταξύ τους σχέση χαρακτήριζαν άτυποι (μη θεσμοθετημένοι) κανόνες αμοιβαίων υποχρεώσεων.
Αργότερα, ξέσπασε η Επανάσταση και άλλαξε τα μέχρι τότε επικρατούντα δεδομένα. Τα πελατειακά δίκτυα εξακολούθησαν να υπάρχουν, αλλά ταυτόχρονα προέκυπταν και νέου τύπου σχηματισμοί ισχύος, καθώς και συνασπισμοί δυνάμεων. Ενώ αρχικά υιοθετήθηκε και πραγματοποιήθηκε ως κοινή στάση όλων σχεδόν των Ελλήνων (υπήρξαν ορισμένοι που αντιτίθεντο) η εκδήλωση της επανάστασης για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού, δεν άργησαν να ξεσπάσουν και οι πρώτες έντονες διαφωνίες.
Τον Ιούνιο του 1821 έφτασε στην Πελοπόννησο ο Δημήτριος Υψηλάντης ως πληρεξούσιος του Αλέξανδρου Υψηλάντη, προκειμένου να ηγηθεί της Επαναστάσεως. Στην επαναστατημένη Πελοπόννησο είχε δημιουργηθεί, ως όργανο άσκησης εξουσίας, η «Πελοποννησιακή Γερουσία» αποτελούμενη από προεστούς της περιοχής. Ο Υψηλάντης αμφισβήτησε τη νομιμότητα των Γερουσιαστών και επήλθε σύγκρουση μεταξύ τους. Πρότεινε να αναλάβει εκείνος την «αρχιστρατηγία» και οι πράξεις του να επικυρώνονται από μια βουλή. Εκκινούσε από τη θέση ότι ο πόλεμος θα διεξαγόταν με αυτόν τον τρόπο πιο αποτελεσματικά και η διοίκηση θα λειτουργούσε καλύτερα. (Πράγματι, ενδιαφερόταν για την επιτυχή έκβαση του αγώνα, στον οποίο έμεινε πιστός μέχρι τέλους. Ταυτόχρονα, όμως, επιθυμούσε και τον περιορισμό της δύναμης των προεστών.) Οι προεστοί από την άλλη μεριά δεν ήθελαν να χάσουν τα κεκτημένα τους και επεδίωξαν να συμμετέχουν στη λήψη τόσο πολιτικών όσο και στρατιωτικών αποφάσεων. (Για να γίνουν αποδέκτες της στήριξης του λαού, προσέδωσαν δημοκρατικό χαρακτήρα στις διαδικασίες που πρότειναν. Στην ίδια βάση ο Υψηλάντης με τους υποστηρικτές του προτίμησαν να δώσουν αντίστοιχα συντηρητικό χαρακτήρα κατά κάποιον τρόπο και ως εναντίωση στους προκρίτους). Η αντιπαράθεση που προκλήθηκε αφορούσε, λοιπόν, τόσο στη νομή της εξουσίας όσο και στη δομή του αναδυόμενου κράτους.
Τον Ιανουάριο του 1822 ψηφίζεται στην Επίδαυρο από την Α’ Εθνοσυνέλευση το «Προσωρινό πολίτευμα της Ελλάδος», το οποίο φαίνεται αρχικά να λύνει το ζήτημα της νομής της εξουσίας, παρέχοντας πολυαρχική διοίκηση. Εντούτοις, σύντομα αποδεικνύεται ότι μάλλον ευνοεί τους πρόκριτους σε βάρος των στρατιωτικών, οξύνοντας έτσι τα πνεύματα. Καίριο ρόλο διαδραματίζει σε αυτό το στάδιο ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, ο οποίος κινώντας τα νήματα καταφέρνει να επιτύχει την κατοχύρωση της πολυπόθητης εξουσίας για τον ίδιο, αλλά και για τους ανθρώπους του περιβάλλοντός του. Η νεοσχηματισθείσα «κυβέρνηση» αποδείχθηκε «ασθενής» και οι Δημήτριος Υψηλάντης και Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος επιλέγουν να επιστρέψουν τελικά στα πεδία των μαχών.
Στις 9 Νοεμβρίου του 1822 ψηφίζεται ο πρώτος και προσωρινού χαρακτήρα εκλογικός νόμος, ο οποίος θα αναδείξει τους εκπροσώπους της Β’ Εθνοσυνέλευσης (Άστρος Κυνουρίας, 29 Μαρτίου 1823). Στη Β’ εθνοσυνέλευση συμμετέχουν, εκτός από τους εκλογικά αναδειχθέντες «παραστάτες», εκπρόσωποι των οπλαρχηγών, μέλη της κυβέρνησης, καθώς και επιφανείς προσωπικότητες. Αντικρουόμενες απόψεις, συμφέροντα και επιδιώξεις δεν άργησαν να οδηγήσουν εκ νέου σε ρήξη μεταξύ τους τις κοινωνικές αυτές ομάδες στις πρώτες τους πολιτικές δράσεις και αλληλεπιδράσεις. Το βασικό σημείο της διαφωνίας εντοπίζεται στην ερώτηση: Η εξουσία, η ηγεσία του αγώνα πρέπει να ανήκει στους πολιτικούς ή στους στρατιωτικούς; Οι αντιθέσεις προέκυψαν κυρίως ανάμεσα στους ολιγαρχικά προσανατολισμένους προεστούς και στους δημοκρατικά προσανατολισμένους οπλαρχηγούς. Το μέγεθος και η ένταση της ρήξης μεταξύ των δυο ομάδων κατέστησαν αναπόφευκτη τη διεξαγωγή εμφυλίου πολέμου. Στην πρώτη φάση του εμφυλίου πολέμου (1823-1824), υπερίσχυσε και επικράτησε τελικά η ομάδα των προκρίτων.
Στο αμέσως επόμενο διάστημα (δεύτερο εξάμηνο του 1824), πραγματοποιείται η δεύτερη φάση του εμφυλίου πολέμου. Σε αυτή τη νέα σύρραξη διαφοροποιούνται οι αντίπαλοι και τα χαρακτηριστικά της είναι περισσότερο τοπικιστικά. Από τη μια μεριά είναι οι πρόκριτοι και οι στρατιωτικοί της Πελοποννήσου και από την άλλη καπεταναίοι από την Ύδρα και τις Σπέτσες, με συμπαραστάτες οπλαρχηγούς από τη Ρούμελη. Σε αυτή την ένοπλη σύγκρουση νικητές αναδείχθηκαν οι νησιώτες. Μετά από αυτά τα γεγονότα άρχισαν να διαμορφώνονται οι συνθήκες για τον σχηματισμό των πρώτων κομμάτων (Αγγλικό, Γαλλικό, Ρωσικό,), τα οποία θα παρουσιαστούν σύντομα στο Β’ μέρος.
Αναφέρθηκαν στην αρχή τα πελατειακά δίκτυα ως στοιχείο «πολιτικό» της προεπαναστατικής περιόδου, ωστόσο το πελατειακό σύστημα δεν εξέλειψε όχι μόνο κατά την μεταεπαναστατική περίοδο, αλλά και καθόλη τη διάρκεια της ύπαρξης του ελληνικού κράτους από την ίδρυσή του έως σήμερα. Το απόσπασμα το οποίο ακολουθεί μπορεί να βοηθήσει τον αναγνώστη να διαπιστώσει ότι, παρόλο που μεσολάβησαν τουλάχιστον δυο εκατονταετίες από τη δημιουργία των πρώτων πελατειακών δικτύων, το πελατειακό σύστημα εξακολουθεί να υφίσταται βαθιά ριζωμένο στο πολιτικό γίγνεσθαι αυτού του τόπου, συμπορευόμενο με τον ανταγωνισμό και το κυνήγι της εξουσίας.
“Η πολιτική αποτελούσε, κοντά στα άλλα, και σημαντική οικονομική δραστηριότητα: ήταν δηλαδή τρόπος βιοπορισμού που τον επιδίωκαν και τον εξασφάλιζαν από ποικίλες, κάποτε και ανορθόδοξες πηγές. Η πεποίθηση ότι η κατάκτηση μιας θέσεως έδινε τη δυνατότητα στον κάτοχο της να προάγει, περισσότερο και από το γενικό καλό, τα προσωπικά του συμφέροντα μεταφέρθηκε και διατηρήθηκε στον κρατικό μηχανισμό, όταν με την επιτυχία της Επαναστάσεως το ίδιο το κράτος έγινε αντικείμενο ανταγωνισμού μεταξύ των Ελλήνων. Η νομιμοφροσύνη απέναντι στην οικογένεια, που ως ομάδα κοινωνική είχε αποκτήσει προτεραιότητα απέναντι στο έθνος, το προσωπικό συμφέρον, επίσης, έκαναν το άτομο να αποβλέπει συχνά στην εκμετάλλευση της κρατικής μηχανής προς όφελος των συγγενών και των φίλων του, σε βάρος των αντιπάλων του.”
Ιωάννης Πετρόπουλος – Αικατερίνη Κουμαριανου: ΙΕΕ, ΙΓ, σ. 27.
Συνεχίζεται…
Βιβλιογραφία
Βερέμης, Θ. & Κολιόπουλος, Γ. (2006). Ελλάς. Η σύγχρονη συνέχεια. Από το 1821 μέχρι σήμερα. Αθήνα: Καστανιώτη.
Δώδος, Δ. (2011). Νεωτερικότητα και εκλογικά δικαιώματα. Θεσσαλονίκη: Επίκεντρο.
Μαργαρίτης, Γ. κ.ά. (2013). Θέματα Νεοελληνικής Ιστορίας, Γ’ γενικού λυκείου. Βιβλίο μαθητή. Αθήνα: Οργανισμός Εκδόσεων Διδακτικών Βιβλίων.
Παπαρηγόπουλος, Κ. (1993). Ιστορία του Ελληνικού Έθνους. Βιβλίο δέκατο έκτο. Αθήνα: Κάκτος.
Petropulos, J.A. (1968). Politics and Statecraft in the Kingdom of Greece, 1833-1843. New Jersey: Princeton University Press.
(Στο δεύτερο μέρος θα γίνει αναφορά στη συγκρότηση των πρώτων πολιτικών κομμάτων, των λεγόμενων ξενικών, και στις απροκάλυπτες παρεμβάσεις των μεγάλων ξένων δυνάμεων της εποχής στα ελληνικά πράγματα.)
- Εύα Μυλωνά