Στα ψιλά φαίνεται να έχει περάσει η είδηση η οποία συντάραξε τους δημοκρατικούς κύκλους στη χώρα.
Με απόφαση της προσωποκεντρικής παράταξης που επικρατεί στο Δήμο Αθηναίων, τις προσεχείς μέρες θα επιβληθεί αυστηρό μέτρο για την είσοδο με όχημα στο κέντρο της Αθήνας. Συγκεκριμένα, από τα μέσα Ιουνίου θα είναι απαραίτητη η αποστολή γραπτού μηνύματος (SMS) για ιδιοκτήτες οχημάτων οι οποίοι επιθυμούν να μετακινηθούν με το όχημα τους στο ιστορικό κέντρο της πόλης. Το μήνυμα θα επιδεικνύεται στις Αρχές σε περίπτωση ελέγχου και έτσι θα αποφεύγεται το πρόστιμο. Σας θυμίζει κάτι;
Από το ανωτέρω απρόκλητο και αυταρχικό μέτρο εξαιρούνται οι πολιτικοί, και τα στελέχη της αστυνομίας και των ενόπλων δυνάμεων. Τώρα σας θυμίζει κάτι;
Τον Δήμο Αθηναίων επιβουλεύεται η «γαλάζια» οικογενειοκρατία και ο στυγνός νεποτισμός, μιας και σε μία παραδοσιακά αντιδημοκρατική διαδικασία, ο πρωθυπουργός φαίνεται να «διόρισε» τον ανιψιό του ως δήμαρχο. Στα πλαίσια της συνέχειας της κυβερνητικής πολιτικής, ο παλαιοκομματικός ανιψιός αποφάσισε να υιοθετήσει τη συνταγή των υγειονομικών μέτρων που η ελίτ θεωρεί πως «πέτυχαν» για να ελέγξουν τις «μάζες», και επιχειρεί τώρα να την επιβάλλει στην πρωτεύουσα της χώρας. Στη γενέτειρα της δημοκρατίας.
Όπως είχαμε γράψει και σε προηγούμενο άρθρο «κάθε φορά που το κράτος στερεί από τους πολίτες κάποιες βασικές ελευθερίες ή δικαιώματα, ακόμα και αν στο τέλος τα επιστρέψει στους πολίτες, αυτά είναι μειωμένα και αποψιλωμένα. Το κράτος πάντα κρατάει κάτι, επιστρέφοντας κάτι λιγότερο από αυτό που πήρε».
Ακριβώς αυτό βλέπουμε να συμβαίνει τώρα στην Αθήνα. Η πολιτική ηγεσία (τοπική και εθνική, πρόκειται άλλωστε για το ίδιο σπίτι), μας έκλεψε χωρίς να το καταλάβουμε την ελευθερία κίνησης στην πρωτεύουσα. Μας επέβαλε δε, την υποχρεωτική αίτηση και προηγούμενη ενημέρωση στον κρατικό λεβιάθαν, για να λάβουμε την απαραίτητη άδεια κυκλοφορίας.
Συνεχίστηκαν δηλαδή ανανεωμένα χωρίς καν μια υποτυπώδη δικαιολογία τα μέτρα που πάρθηκαν κατά την διάρκεια της καραντίνας, μόνο που τώρα δεν μας εξήγησαν πως συνδέεται το μήνυμα για την κυκλοφορία των οχημάτων στο κέντρο της Αθήνας με υγειονομικά μέτρα. Μάλιστα, διαβάζοντας τις σχετικές ανακοινώσεις επί του θέματος αντιλαμβάνεται κανείς ότι καμία σχέση δεν έχει αυτό το μέτρο με τον Covid-19 , αλλά ομοιάζει περισσότερο με επιβολή κάποιου αναίτιου ηλεκτρονικού “δακτυλίου” πάνω στον ήδη υπάρχοντα δακτύλιο, χωρίς πια να δικαιολογείται με κανέναν τρόπο από τις περιστάσεις. (Στη σχετική αρθρογραφία γίνεται λόγος για θέσεις στάθμευσης και αποκλειστική κυκλοφορία οχημάτων, κανένας λόγος για προστασία της υγείας). Ουσιαστικά , ήρθαν και “κόλλησαν” ένα αμιγώς κυκλοφοριακό μέτρο αδικαιολόγητης απαγόρευσης στο κέντρο της Αθήνας στα προϋπάρχοντα υγειονομικά μέτρα, ώστε να υπάρχει σύγχυση σχετικά με τη χρησιμότητά του κι έτσι να γίνει δεκτό χωρίς αντιρρήσεις κι ερωτήσεις.
Πρόκειται για ένα καθαρό μέτρο πολιτικής δουλείας, το οποίο δεν αποσκοπεί σε καμία αποσυμφόρηση ή διευκόλυνση του πολίτη, αλλά στην εκμάθηση των ανθρώπων στην καταστολή, και στην αίτηση άδειας για άσκηση βασικών ελευθεριών και δικαιωμάτων.
Ο αυταρχισμός αυτός, που ξεκίνησε με την ευκαιρία της πανδημίας και «λανσάρεται» τώρα πιλοτικά στην Αθήνα, δεν περιορίζεται στην ελευθερία διακίνησης των πολιτών, αλλά και στη μόνιμη κατάργηση της ισονομίας.
Εν μέσω περιορισμού κυκλοφορίας, απαγόρευσης μαζικών εκδηλώσεων και συνωστισμού, γίναμε μάρτυρες μιας πρωτοφανούς εκδήλωσης για την εορτή των αγώνων της Εργατικής Πρωτομαγιάς, από κόμμα του κοινοβουλίου. (Σε αυτό το σημείο να αναφερθεί ότι σε καμία περίπτωση δεν επιδιώκουμε να υπονομεύσουμε την ιστορική σημασία της μέρας αυτής, το αντίθετο μάλιστα). Το εν λόγω κόμμα, αψήφησε τα μέτρα, παρανόμησε και κάλεσε εκατοντάδες ανθρώπους σε διαμαρτυρία στο Σύνταγμα. Το χειρότερο ήταν πως το κράτος το οποίο μέχρι τότε απειλούσε βίαια, «μαντρώνοντας» τους πολίτες και επιβάλλοντάς τους πρόστιμα, απεδέχθη την εν λόγω παρανομία, δεν εκκίνησε καμία διαδικασία εναντίον του κόμματος και των στελεχών που παρανόμησαν, δεν εφάρμοσε τον νόμο και επί της ουσίας ακύρωσε κάθε έννοια ευνομίας, ισότητας, δικαιοσύνης και κράτους δικαίου στην Ελλάδα.
Τις ημέρες εκείνες δηλαδή που ο απλός πολίτης υφίστατο εγκλεισμό με ιδιαζόντως περιοριστικό χαρακτήρα, τα κόμματα, πάντα υπό το μανδύα της βουλευτικής ασυλίας κατέστρωναν μικροκομματικές λυκοφιλίες, ώστε να συντηρούν αυτήν την μακρόχρονη απρόθυμη ανοχή το ένα απέναντι στο άλλο (τύπου “σου παραχωρώ ώστε να μην μου εναντιωθείς”, καθώς όπως λέει και η παροιμία κόρακας κοράκου μάτι δεν βγάζει). Δύο μέτρα και δύο σταθμά. Ατιμώρητη παραβίαση του νόμου για τους επαγγελματίες πολιτικούς και αυστηρότατες ποινές για τους απλούς πολίτες. Άλλωστε, αν κάτι ονομαστεί σε αυτή τη χώρα “πολιτική ανάγκη” απευθείας μπαίνει στο απυρόβλητο. Δεν υπάρχει κανένας τρόπος αντίρρησης εκ μέρους των πολιτών για τις πράξεις των τριών Εξουσιών. Και ο μοναδικός τρόπος έκφρασης της δυσαρέσκειας για τις ενέργειες των Κυβερνώντων είναι η ελευθερία του συνέρχεσθαι (και ίσως ο ανεξάρτητος Τύπος μέσω διαδικτύου).
Τις στιγμές που γράφονται αυτές οι γραμμές, το κράτος απαγορεύει τις διαμαρτυρίες και δημόσιες εκδηλώσεις πολιτών, έχοντας ουσιαστικά καταστείλει με ολοκληρωτικές πρακτικές το αναφαίρετο πολιτικό δικαίωμα του συνέρχεσθαι, όπως αυτό εξασφαλίζεται από την Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου του Ο.Η.Ε. και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Η κυβέρνηση όμως απαγορεύει τις ελευθερίες των πολιτών ενώ ταυτόχρονα εξαιρεί τα μέλη της και τα στοιχεία στην κοινωνία που τη συντηρούν και την υποθάλπουν.
Παρατηρούμε λοιπόν ένα μοτίβο απαγόρευσης κυκλοφορίας, ασυδοσίας, καταστολής και φίμωσης, όπου με πρόφαση την υγειονομική απειλή, μία απολυταρχική , διεφθαρμένη και άπληστη ηγεσία αποψιλώνει σταδιακά και μεθοδευμένα τις δημοκρατικές δυνατότητες των πολιτών για πραγματική συμμετοχή και έκφραση. Τις μόνες δυνατότητες που διατηρούν οι πολίτες στον ολιγαρχικό Κοινοβουλευτισμό που βιώνουμε, για πολιτική αλλαγή και μετάβαση σε πραγματική δημοκρατία.
- Ίριδα Σταθάκου
- Σταύρος Καλεντερίδης