Του Σταύρου Καλεντερίδη
Αφορμή του άρθρου αποτέλεσαν δύο συγκεκριμένα γεγονότα. Το πρώτο είναι η φρασεολογία και το λεξιλόγιο που χρησιμοποίησε συνεργάτης του πρωθυπουργού, διαπληκτιζόμενος με πολίτη. Το δεύτερο είναι η στοχοποίηση καθηγητή του Παντείου επειδή «τόλμησε» να κάνει παρατήρηση σε φοιτητές που έκαναν αφισοκόλληση σε τοίχο του πανεπιστημίου, που μόλις είχε καθαριστεί και βαφτεί.
Στην πρώτη περίπτωση, ο σύμβουλος του Έλληνα πρωθυπουργού, αποκάλεσε «φασιστάκι» μία πολίτη η οποία του άσκησε κριτική για την κυβερνητική πολιτική. Στη δεύτερη, εξωσχολική ομάδα αντιεξουσιαστών εξέδωσε αφίσα με το πρόσωπο και το όνομα του καθηγητή και τον τίτλο «αυτός είναι ο φασίστας» στοχοποιώντας τον ξεκάθαρα και με σχεδόν τρομοκρατικό τρόπο. Ταυτόχρονα, ακούμε όλο και περισσότερους πολιτικούς, αλλά και απλούς πολίτες, προερχόμενοι από ολόκληρο το πολιτικοιδεολογικό φάσμα, να κατηγορούν τους ιδεολογικούς τους αντιπάλους με το βαρύ επίθετο του «φασίστα».
Τόσο απλά λοιπόν και με μία και μόνο λέξη, ο «φασίστας» έχει δυστυχώς επικρατήσει. Κάθε διαφωνία, παραφωνία ή αντίθετη άποψη βαφτίζεται γρήγορα και εύκολα «φασιστική» για να εξουδετερωθεί, όχι δια της επιχειρηματολογίας βέβαια, αλλά μέσω της προσωπικής πολιτικής ορθότητας του καθενός. Και κάπως έτσι, εξαφανίζεται σταδιακά ο διάλογος, ενώ πλήττεται ανεπανόρθωτα η δημοκρατία. Κάπως έτσι ξεκινάει και η ολική επικράτηση του φασισμού όπου η κοινωνία μας τρώει τον εαυτό της.
Σίγουρα στην περίπτωση αυτή, όπως και σε άλλες αντίστοιχες, αυτοί που βιάζονται να απορρίψουν και να καταδικάσουν το διαφορετικό χαρακτηρίζοντας το με αρνητικό και αφοριστικό τρόπο, είναι αυτοί οι ίδιοι οι φορείς του κακού που νομίζουν ότι πολεμούν. Τα παραδείγματα στην ιστορία ουκ ολίγα. Διότι εν τέλει, το πρόβλημα δεν είναι απλά το κυνήγι μαγισσών κατά παντός αντιφρονούντα, αλλά το μίσος της διαφορετικότητας. Αυτό είναι που προκαλεί και την αδιαμφισβήτητα μεμπτή μισαλλοδοξία. Η έλλειψη ανοχής στην άποψη του άλλου καλλιεργεί με άλλα λόγια τη βία που υποτίθεται ότι όλοι απεύχονται.
Επειδή όμως ταυτόχρονα, υπάρχουν και άνθρωποι ακραίοι, είναι αυτονόητο πως πρέπει η κοινωνία να τους περιορίσει, όχι όμως δια του ανοικτού πολέμου και βίας όπως επιχειρούν σκοτεινοί κύκλοι σήμερα, αλλά δια της ένταξης, της εκπαίδευσης και της ευαισθητοποίησης. Σίγουρα θα υπάρξουν και αγιάτρευτες περιπτώσεις, ωστόσο ούτε σε αυτές λειτουργεί ο πόλεμος, αλλά απαιτείται κοινωνικός παραγκωνισμός για να φανεί σε όλους πόσο περιθωριακό, κατάπτυστο και ξεπερασμένο είναι το μίσος. Το μίσος δεν το νικάς με κατηγορίες, ύβρεις και μίσος. Το μίσος δεν το πολεμάς – το ξεπερνάς.
Πρέπει να σταματήσουμε να αυτοπαγιδευόμαστε, να ξεχάσουμε τις βαριές αυτές κατηγορίες και με αυτό τον τρόπο να τις ξορκίσουμε. Ξεχάστε και διαγράψτε τη λέξη και έτσι ο φασίστας θα οδηγηθεί εκεί που πραγματικά ανήκει – στη λήθη. Τότε μόνο θα διαμορφωθούν οι υγιείς και αναγκαίες συνθήκες για να επιστρέψουμε στον εποικοδομητικό διάλογο, τη σύνθεση απόψεων και στο κοινό καλό. Τότε θα ηττηθεί ο φασίστας και τότε θα κερδίσουμε πίσω τη δημοκρατία μας.
Πάρε μέρος στο δ, μακριά από κόμματα και διχαστικές ιδεολογίες και βρες τη φωνή σου.