Γράφει ο Παναγιώτης Μπαλακτάρης
Είναι στιγμές που ο νους του ανθρώπου σταματά. Η πολύνεκρη τραγωδία της 23ης Ιουλίου στην Ανατολική Αττική είναι μία από αυτές. 98 νεκροί από μία πυρκαγιά που, όπως δείχνουν όλα τα στοιχεία, υποτιμήθηκε.
Το κακό είχε αρχίσει στην Κινέττα το μεσημέρι της ίδιας ημέρας. Όλες οι μονάδες της Πυροσβεστικής έσπευσαν για κατάσβεση εκεί κι έτσι ήταν αναμενόμενη η αδυναμία αποστολής μέσων στην Πεντέλη, στη Ραφήνα και στο Μάτι, όταν χρειάσθηκε. Σε αυτό, άλλωστε, εντοπίζονται και οι αρχικές ευθύνες των υπαιτίων της τραγωδίας.
Για να το ξεκαθαρίσουμε, η Δικαιοσύνη διενεργεί έρευνα προκειμένου να αναζητήσει και βρει τα αίτια της πυρκαγιάς, αλλά και τα αίτια του χαμού τόσων ανθρώπων. Στο πλαίσιο αυτό, λοιπόν, ύποπτοι για την τέλεση ποινικών αδικημάτων δια πράξεων ή παραλείψεών τους είναι υπηρεσιακοί παράγοντες της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας, της Ελληνικής Αστυνομίας και του Λιμενικού Σώματος. Είναι, επίσης, οι αρμόδιοι Υπουργοί που κατευθύνουν τις ενέργειες των ανωτέρω Υπηρεσιών. Ακόμη είναι η Περιφερειάρχης και οι Αντιπεριφερειάρχες, καθώς επίσης και οι Δήμαρχοι των περιοχών, στις οποίες χάθηκαν τόσες ψυχές. Τέλος, διακριτή ευθύνη φέρει ο Γενικός Γραμματέας Πολιτικής Προστασίας.
Όλοι οι προαναφερθέντες απέτυχαν να κατασβέσουν τη φωτιά που είχε ως σημείο έναρξης το Νταού Πεντέλης και ως εκ τούτου, η κάθοδός της προς τη θάλασσα ήταν θέμα χρόνου.
Το δεύτερο σκέλος των πραγματικά τεράστιων ευθυνών εντοπίζεται στη μη εκκένωση της ευρύτερης περιοχής. Κυβερνητικοί και υπηρεσιακοί αξιωματούχοι ισχυρίζονται πως ήταν αδύνατη η ασφαλής εκκένωση της περιοχής, λόγω του περιορισμένου χρόνου – χρόνος μιάμισης ώρας, στην οποίαν εξελίχθηκε και ολοκληρώθηκε η πυρκαγιά – αλλά και λόγω του πολυπληθούς των διαμενόντων – περίπου 15.000, σύμφωνα με τις αναφορές. Ωστόσο, όλα τα γεγονότα διαψεύδουν αυτόν τον ισχυρισμό και τον καθιστούν απάνθρωπο, δεδομένου ότι χρησιμοποιείται από τους υπαιτίους με αποκλειστικό σκοπό την απόσειση των ευθυνών τους, πάνω στα αποκαΐδια και στις ψυχές που ζητούν δικαίωση.
Η εκκένωση του Λυρείου Παιδικού Ιδρύματος Αττικής, των Παιδικών Κατασκηνώσεων και των ΚΑΑΥ του Στρατού αποδεικνύει ότι υπήρχε και ο χρόνος και η δυνατότητα, αρκεί να υπήρχε σχέδιο. Η όπως – όπως απομάκρυνση και σωτηρία περίπου 15.000 ανθρώπων αποδεικνύει πως, αν το κράτος ενεργούσε συντεταγμένα και ορθά, θα είχε αποφευχθεί η απώλεια και των υπολοίπων συνανθρώπων μας. Ειδικοί επί του θέματος, όπως ο Καθηγητής Φυσικών Καταστροφών του Πολυτεχνείου Κρήτης Κ. Συνολάκης, διαβεβαιώνουν για την αποτελεσματικότητα της εκκένωσης, εφόσον είχαν γίνει σχετικές ασκήσεις την προηγούμενη περίοδο και έκαστος γνώριζε την ακολουθητέα διαδικασία. Αντ’ αυτού, κάποιοι εκ των υπόπτων ήταν απόντες είτε στο εξωτερικό είτε στο εσωτερικό, παρά το γεγονός ότι γνώριζαν την ύπαρξη επιπέδου ετοιμότητας 4…
Εν τούτοις, ευθύνες εκτός από τα δύο πρώτα κομβικά σημεία, ήτοι μη κατάσβεση και μη εκκένωση, διαπιστώνονται και στο παρόν, το οποίο είναι η συλλογή του αναγκαίου αποδεικτικού υλικού. Από το βράδυ της τραγωδίας φάνηκε η απόπειρα των υπαιτίων να αποκρύψουν την αλήθεια. Κλιμακώθηκε, μάλιστα, τις επόμενες ημέρες με κατηγορίες για την – γνωστή και προωθούμενη από την κυβέρνηση – άναρχη δόμηση, αλλά και με επιπλέον ποινικά αδικήματα, όπως καταγγελθείσες πλαστογραφίες. Για τον λόγο αυτόν, ο γράφων είχε από την επομένη επισημάνει τον κίνδυνο της αλλοίωσης στοιχείων, ο οποίος αποτρέπεται μόνο με την κατάσχεση όλων των βιβλίων συμβάντων, τηρηθέντων πρακτικών συμβουλίων και λοιπών εγγράφων στο πλαίσιο της προκαταρκτικής εξέτασης. Κάτι που έπρεπε να έχει γίνει ήδη. Σε αυτά πρέπει να προστεθούν και η αθλιότητα που αποκαλύπτεται περί κυνικών μηνυμάτων στους βουλευτές της συμπολίτευσης, στον βωμό της πολιτικής αντιμετώπισης της τραγωδίας και βέβαια, η προσπάθεια συγκάλυψης, ώστε οι ευθύνες να μην αγγίξουν ανώτατα κυβερνητικά στελέχη.
Είναι γνωστό, σε όσους έχουν βιώσει την απώλεια συγγενούς ή φίλου, ότι η οδύνη είναι μεγάλη και η πληγή δύσκολα επουλώνεται. Αλλά είναι επιτακτικό όλοι οι συγγενείς να αναζητήσουν τις ευθύνες των υπαιτίων προσφεύγοντας στη Δικαιοσύνη, διότι μόνον έτσι θα αποφευχθεί στο μέλλον παρόμοια τραγωδία. Επειδή οι προθέσεις των κυβερνώντων δεν πείθουν κανέναν για την ειλικρίνειά τους, πρέπει να επιδιωχθεί η αναζήτηση των ευθυνών από τη Δικαιοσύνη, τη συνδρομή των αυτοπτών μαρτύρων, και όχι από αμφιλεγόμενες επιτροπές που επελέγησαν με αδιάφανο τρόπο.
Τέλος και όσον αφορά στην ανάληψη πολιτικής ευθύνης, να σημειώσουμε πως αυτή είναι χρήσιμη, αλλά σε καμία περίπτωση δεν υποκαθιστά την ποινική ευθύνη. Ίσα ίσα που μάλλον την ενισχύει…