«Είναι αλήθεια πως η πατριωτική στάση επιβάλλει την υποστήριξη μας σε μια νέα κυβέρνηση – μέχρι τουλάχιστον να έχουμε δείγματα ανικανότητας ή κακοδιαχείρισης».
Αυτά ήταν τα λόγια μου τον Απρίλιο του 2015, όταν η χώρα μόλις είχε γλιτώσει από τα σαγόνια της κυβέρνησης Σαμαρά για να καταλήξει στους χαυλιόδοντες της αυτοαποκαλούμενης κυβέρνησης της αριστεράς.
Πολλά έχουν περάσει από τότε όμως σίγουρα οι Έλληνες πολίτες έχουμε ωριμάσει πολιτικά. Πλέον, έχοντας δοκιμάσει κυριολεκτικά τα πάντα, γνωρίζουμε το πολιτικό βιογραφικό όλων και έτσι, η «εποχή του χρυσόψαρου» έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί. Πλέον, όλο το πολιτικό σύστημα διαθέτει βεβαρημένο πολιτικό μητρώο, και η κριτική απέναντι στην χιλιοδοκιμασμένη νέα παλαιοκομματική κυβέρνηση της ΝΔ, ξεκίνησε από την ημέρα κιόλας των εκλογών.
Συγκεκριμένα, για να επαναλάβω ένα χωρίο του άρθρου του ’15, «τα “νέα” πρόσωπα της κυβέρνησης είναι όσο νέα είναι και τα απολιθώματα δεινοσαύρων την πρώτη μέρα έκθεσης τους στο μουσείο». Αυτό ίσχυε για τον Σύριζα τότε, το αυτό ισχύει και για την ΝΔ σήμερα. Η ιλαροτραγικότητα της απερχόμενης υπουργού Ξενογιαννακοπούλου (νυν ΣΥΡΙΖΑ και πάλαι ποτέ ΠΑΣΟΚ) και του νεοδιορισθέντος υπουργού Χρυσοχοΐδη (νυν ΝΔ και πάλαι ποτέ βαθύ ΠΑΣΟΚ που ψήφιζε μνημόνια δίχως να τα διαβάσει), εξηγεί μέχρι και στους ανεπίδεκτους μαθήσεως ότι με τις εκλογές δεν αλλάζει τίποτα απολύτως στην Ελλάδα. Δεν είναι λοιπόν υπερβολή να λέμε πως «όλοι οι πολιτικοί είναι το ίδιο», πως πρόκειται για την ίδια πολιτική οικογένεια, το ίδιο πολιτικό σύστημα, την ίδια ομοειδή μάζα που δρα συνασπισμένη, εναντίον της κοινωνίας και των ανθρώπων της.
Είναι αντιθέτως παράλογο, ύποπτο και ανήθικο να ισχυρίζονται κάποιοι πως «έχουμε αυτούς που μας αξίζουν», συνειδητοποιώντας πως εγχώριοι και ξένοι ολιγάρχες, μέχρι και ξένες πολιτικές δυνάμεις ζητάνε και απαιτούν συγκεκριμένα πρόσωπα να «αξιοποιηθούν» σε έναν υπουργικό θώκο.
Ωστόσο, αυτό το οποίο συνέβη με το ζήτημα της δικαιοσύνης, είναι αλήθεια δίχως προηγούμενο.
Δεν θα αναφερθώ στην ανήκουστη και ανεκδιήγητη επιλογή διορισμού ενός μικροβιολόγου (!) στη θέση του Υπουργού Δικαιοσύνης, απλά και μόνο επειδή ανήκει στο στενό περιβάλλον (βλέπε «αυλή») του πρωθυπουργού. Αυτό είναι το έλασσον αν και ουδεμία σχέση έχει με την αρχή της αξιοκρατίας και της αξιοποίησης των ικανών στη χώρα.
Θα αναφερθώ ωστόσο και θα επιμείνω στην απαράδεκτη και αναξιοπρεπή πρακτική των κομματικών διορισμών, ανωτάτων δικαστικών σε πολιτικές θέσεις.
Στα χνάρια λοιπόν και ως συνέχεια της όζουσας διεφθαρμένης σχέσης πρώην ανώτατων δικαστικών με κυβερνητικά επιτελεία, βλ. την πρώην πρόεδρο του Αρείου Πάγου και μετέπειτα προϊσταμένη του Νομικού Γραφείου του Τσίπρα, ο πρώην πρόεδρος του Συμβουλίου Επικρατείας κ. Πικραμμένος διορίστηκε δυστυχώς αντιπρόεδρος της κυβέρνησης των συντηρητικών και οπισθοδρομικών δυνάμεων της χώρας. Τραγική κοινή συνισταμένη των δύο πρώην ανωτάτων δικαστικών που «αξιοποιήθηκαν», είναι ότι διετέλεσαν με διαφορά τριών ετών υπηρεσιακοί πρωθυπουργοί της χώρας μας. Αυτή ήταν η κοινή και πρώτη τους εμπειρία με την εξουσία.
Εξίσου τραγικό είναι το γεγονός πως ο νέος υφυπουργός Δικαιοσύνης, είναι πρώην αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου, ο οποίος μάλιστα αποχώρησε από το δικαστικό σώμα μόλις πριν από δέκα ημέρες(!) μεταπηδώντας εν μία νυκτί, από την ηγεσία της μίας εξουσίας στην άλλη. Τόσο απλά λοιπόν η (όποια) ανεξαρτησία της δικαιοσύνης ταξίδεψε για βρούβες.
Σε μια δημοκρατία, η οποιαδήποτε επιρροή, σύγχυσις και ανάμειξη μεταξύ των τριών εξουσιών είναι ανεπίτρεπτη. Οι ανώτατοι δικαστικοί στη χώρα δεν μπορούν να τηλεμεταφέρονται στην κυβερνητική εξουσία με τη συνταξιοδότησή τους. Αυτό δεν είναι απλά αθέμιτο, είναι ηθικά κολάσιμο και διαρρηγνύει τον πυλώνα δημοκρατίας που λέγεται διάκριση εξουσιών. Πρόκειται επί της ουσίας για πολιτειακή κατάντια και ευτελισμό όλων των θεσμών του κράτους. Πρόκειται ταυτόχρονα για πρόκληση και ύβρη απέναντι στους πολίτες.
Οι ανώτατοι δικαστικοί δεν είναι περιφερόμενοι ταχυδακτυλουργοί για να περνούν από όλες τις θέσεις και τα αξιώματα. Το ίδιο το Σύνταγμα εξασφαλίζει την ισοβιότητα του αξιώματός τους (άρθ. 88§1). Ο χαρακτηρισμός του δικαστικού αξιώματος ως ισόβιο, δείχνει ακριβώς τη διακριτή θέση που του δίδεται μέσα στο κράτος. Συνεπώς, οι δικαστικοί αξιωματούχοι όταν ολοκληρώσουν την πορεία του δικαστικού, και ιδιαίτερα όσοι κατακτήσουν ανώτατες θέσεις, με τη συνταξιοδότησή τους οφείλουν να απέχουν από πολιτικές καμπάνιες, απευθείας διορισμούς και οφίκια. Όχι να ξεκινήσουν και πάλι, από άλλο (κομματικό αυτή τη φορά) πόστο την καριέρα τους. Είναι και ζήτημα αξιοπρέπειας. Το γνωρίζουμε άλλωστε όλοι, πως αν οι θεσμοί δεν διακρίνονται από κύρος και δεν σέβονται τον εαυτό τους, δεν θα τους σέβονται ούτε οι πολίτες.
Πόσο δίκαιες, αδέσμευτες, αντικειμενικές, αδέκαστες, ανεπηρέαστες και χρηστές αποφάσεις θα εξέδιδαν άραγε οι δικαστικοί στη χώρα αν γνώριζαν ότι με το πέρας της θητείας τους θα μπορούσαν να εξαργυρώσουν τις εν λόγω αποφάσεις με έναν υπουργικό θώκο; Αλήθεια, πόσο ελεύθεροι και ανεξάρτητοι θα ήταν άραγε οι δικαστικοί αν είχε θεσμοθετηθεί το αλισβερίσι, η συνδιαλλαγή και το πολιτικό «βόλεμα» την επαύριον της συνταξιοδότησής τους;
Το επόμενο ιταμό βήμα θα ήταν να αποδεχτούμε την πλήρη κομματικοποίηση και ταύτιση των ανώτατων δικαστικών της χώρας με ιδεολογίες, τάσεις και «χώρους». Γιατί όχι και συνδικάτα.
Ο εξευτελισμός της δικαιοσύνης συνεχίζεται.
- Σταύρος Καλεντερίδης