Του Σταύρου Καλεντερίδη
Σχετικά με την εξελισσόμενη υπόθεση «Novartis», και εν αναμονή των εξελίξεων, ας εξετάσουμε λίγο την ουσία του ζητήματος, που δεν είναι άλλη από την ελεγχόμενη δικαστική εξουσία στην Ελλάδα. Η επιρροή δηλαδή των πολιτικών στην δικαιοσύνη, η οποία αποτελεί και την γενεσιουργό αιτία των πολιτικών σκανδάλων στη χώρα. Τα σχόλια για δήθεν παρέμβαση στη δικαιοσύνη είναι τουλάχιστον ύποπτα μιας και δεν παραδέχονται πως η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης και συνεπώς η διάκριση των εξουσιών, δεν εξασφαλίζονται από το Σύνταγμα της Ελλάδας (άρθ. 90§5 και 91§1).
Εν προκειμένω λοιπόν, οι εισαγγελείς κατά της διαφθοράς επισκέφθηκαν ως όφειλαν την εισαγγελέα του Αρείου Πάγου για να της παραδώσουν τη δικογραφία της υπόθεσης, προκειμένου να διαβιβαστεί στη βουλή με τον νόμο περί (μη) ευθύνης υπουργών.
Σκανδαλώδης ήταν η παρουσία του κυβερνητικού εκπροσώπου στον Άρειο Πάγο την ίδια ακριβώς ώρα με το κλιμάκιο των δικαστικών λειτουργών, ενώ σύμφωνα με δημοσιογραφικές πηγές αποχώρησαν και σχεδόν ταυτόχρονα. Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος αν και αρχικά δήλωσε στους δημοσιογράφους ότι επισκέφθηκε τυχαία την εισαγγελέα του Αρείου Πάγου για «προσωπική υπόθεση», στη συνέχεια ανασκεύασε, δηλώνοντας ότι αφορμή της επίσκεψης αποτέλεσαν «δημοσιεύματα κυριακάτικων εφημερίδων σχετικά με την έρευνα που διεξάγει η ελληνική δικαιοσύνη για την υπόθεση της Novartis, αλλά και προκειμένου να ενημερωθεί για τις εξελίξεις σε σχέση με την κατάσταση στις φυλακές Κορυδαλλού…». Η εν λόγω ευτυχής σύμπτωση ξεπερνάει τα όρια της γκάφας και πλησιάζει την περιοχή της ύβρεως.
Εδώ λοιπόν ξεκινούν και τα σκάνδαλα. Μιάμιση μέρα μετά το ιστορικό συλλαλητήριο, στο οποίο οι πολίτες υπερασπίστηκαν τη Μακεδονία, και καθώς η κυβέρνηση ετοιμάζεται να παραδώσει ιστορία, ταυτότητα ή και χειρότερα, η «φωνή» της κυβέρνησης επισκέπτεται συμπτωματικά τον Άρειο Πάγο, ανάσες πριν ξεσπάσει η υπόθεση περί ης ο λόγος.
Έπειτα, ο κ. Κοντονής (υπουργός που χαρακτήρισε ελεγχόμενη μια απόφαση του ΣτΕ επειδή απλά διαφωνούσε) εξερχόμενος του Μαξίμου δήλωσε ότι «με εντολή του πρωθυπουργού, ο φάκελος της υπόθεσης, θα διαβιβαστεί στη Βουλή». Κανείς δεν έμαθε βέβαια αν εννοούσε τον πρωθυπουργό των Ελλήνων ή κάποιον «πρωθυπουργό δικαστών». Κανείς δεν κατάλαβε επίσης γιατί η εισαγγελέας δεν ήταν αρκετά καλή(;) για τον υπουργό για να στείλει η ίδια τον φάκελο στο κοινοβούλιο – όπως π.χ. προβλέπει ρητά το άρθ. 86§2 του Συντάγματος. Ο θεσμικός εκτροχιασμός ευτυχώς ολοκληρώθηκε όταν ο Κοντονής, λησμονώντας προφανώς τον εκτελεστικό του ρόλου, προκατέλαβε άπαντες, αποφαινόμενος ότι «το σκάνδαλο Novartis θα αποδειχθεί μεγαλύτερο εκείνου της Siemens».
Φαντάζεται κανείς τον πρωθυπουργό (αυτός που αποκάλεσε τη δικαιοσύνη “θεσμικό εμπόδιο”), να βγάζει από το συρτάρι την υποβολιμαία «υπόθεση – κάβα», και ως Βασιλιάς Μονάρχης Αυτοκράτωρ να διατάσσει τους αγγελιοφόρους υπουργούς να διαβιβάσουν το φιρμάνι στους λοιπούς κοινοβουλευτικούς αυλικούς, για να πράξουν τα δέοντα. Σε επόμενη κατρακύλα θα μπορούσαν πιθανώς οι πολίτες να εμφανίζονται ενώπιον του πρωθυπουργού και αυτός ως μεσαιωνικός φεουδάρχης να επιλύει διαφορές, να βγάζει διατάγματα, και να παντρεύει.
Επειδή όμως δεν θα τους επιτραπεί η ποδηγέτηση και απόλυτη κηδεμονία της δικαιοσύνης, και επειδή οι κυβερνητικές γελοιότητες στοιχειοθετούν κενό δημοκρατίας, ιδού τι θα ίσχυε αν είχαν τεθεί σε εφαρμογή οι 10 ιδέες του δ. Αν απολαμβάναμε δηλαδή πραγματική δημοκρατία:
Αρχικά, η ανεξάρτητη δικαστική εξουσία, θα απαγόρευε, ενώ θα έλεγχε και ποινικά τις «συμπτώσεις» στο Μέλαθρον της Θέμιδος, μιας και οι πολιτικοί σε μια δημοκρατία, ούτε συνδιαλέγονται, ούτε παζαρεύουν, ούτε παρευρίσκονται, ούτε απειλούν, ούτε σιγοντάρουν τη δικαιοσύνη. Αντίστοιχα, θα ήταν αδιανόητες οι όποιες πατρωνίες και υποδείξεις στις δικαστικές αρχές, τις οποίες να σημειωθεί πρώτη τελειοποίησε η ΝΔ στη χώρα. Τέλος, οι δικαστικού τύπου ετυμηγορίες από πολιτικά πρόσωπα θα ήταν από επίμεμπτες έως κολάσιμες.
Έπειτα, δεν θα υπήρχε προστασία παρανομούντων υπουργών μιας και η Πασοκική γκροτέσκα νομοθεσία περί ανεύθυνου υπουργών δεν θα υφίστατο. Το δ καταργεί άμεσα τον νόμο «σκάνδαλο» (Ν. 3126/2003), σύμφωνα με τον οποίο «οι αξιόποινες πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1§1 του νόμου αυτού παραγράφονται με τη συμπλήρωση πέντε (5) ετών από την ημέρα που τελέστηκαν». Έτσι, οι εισαγγελείς δεν θα είχαν απέναντι τους ένα σαθρό πολιτικό σύστημα που παραγράφει μόνο του τα εγκλήματα του. Επίσης δεν θα υπήρχαν ασυλίες και δεν θα απαιτείτο η άδεια της βουλής για να ξεκινήσουν οι έννομες διαδικασίες. Με άλλα λόγια, αν διαπιστωνόταν σκάνδαλο θα αποδιδόταν δικαιοσύνη.
Κυρίως όμως, μια ανεξάρτητη δικαστική εξουσία θα είχε εκκινήσει όλες τις διαδικασίες χρόνια πριν, όταν δηλαδή πρωτοεμφανίστηκε η υπόθεση, και κανείς δεν θα μπορούσε στρεψόδικα να την εκμεταλλευτεί τώρα για ίδιον όφελος και για να αποπροσανατολίσει τους πολίτες, τραβώντας τους μακριά από το εθνικό έγκλημα που πραγματοποιείται με το ξεπούλημα της Μακεδονίας, που σχεδόν έχει ψηφίσει η κυβέρνηση.
Αν ήταν εν ισχύ οι ιδέες του δ, κανείς δεν θα είχε το θράσος να παραδώσει την Μακεδονία, την ψυχή της Ελλάδας, και όποιος αργυρώνητος τολμούσε να διαπραγματευτεί τέτοιο ξεπεσμένο ξεπούλημα θα έβρισκε μπροστά του την ρομφαία της δικαιοσύνης – όχι την Θέμιδα αλλά την Νέμεση.