Για 400 χρόνια ο Ελληνισμός υπέμεινε τον δυνάστη. Η Ελληνική Επανάσταση επέφερε την εθνική μας απελευθέρωση. Ο Ελληνισμός όμως σήμερα, συνειδητοποιεί πως μετά την Επανάσταση, αντάλλαξε τον Οθωμανικό ζυγό με τον ζυγό των προεστών και των κοτζαμπάσηδων, δηλαδή της εγχώριας, ξενοκίνητης και εξαρτημένης Ολιγαρχίας.
Πλέον μπορούμε να αντικρίσουμε την αλήθεια κατάματα και να ομολογήσουμε πως αν και απελευθερωθήκαμε από το αυταρχικό Οθωμανικό καθεστώς, η πραγματική ελευθερία και ανεξαρτησία δεν επετεύχθη ποτέ σε αυτή τη χώρα. Άλλωστε, είναι άλλο πράγμα η εθνική απελευθέρωση και άλλο η πολιτική ελευθερία και ανεξαρτησία.
Η έννοια της εθνικής κυριαρχίας παραμένει μέχρι και σήμερα ένα άπιαστο όνειρο για την Ελλάδα. Η ξενοκίνητη και άρχουσα Ολιγαρχία, γνωστή και ως «αστική δημοκρατία» και «κοινοβουλευτισμός», φαίνεται πως εδώ και 200 χρόνια παραμένει απολύτως ελεγχόμενη από διεθνείς φορείς και κέντρα ισχύος του εξωτερικού. Το πολιτικό προσωπικό της Ελλάδος, μοιάζει περισσότερο με υπηρετικό προσωπικό των ξένων μεγάλων δυνάμεων, παρά με πολιτικούς εκπροσώπους κυρίαρχου κράτους.
Είναι άραγε οι τωρινοί πολιτικοί ο πάτος του βαρελιού του ελληνικού πολιτικού συστήματος, ή μήπως από τη γέννηση του, το σύγχρονο ελληνικό κράτος δημιουργήθηκε ελεγχόμενο και υποταγμένο σε ξένες δυνάμεις;
Η τραγική αλήθεια είναι πως Ελλάδα δεν απελευθερώθηκε πραγματικά ποτέ.
Το 1827, το νεοσυσταθέν Ελληνικό κράτος αναρρώνει από τους αγγλο-υποκινούμενους εμφύλιους πολέμους, ενώ την εξουσία μοιράζονται τρία κόμματα: το αγγλικό, το ρωσικό και το γαλλικό. Ο τρικομματισμός της εποχής περιγράφει με τον πλέον σαφή τρόπο, τον θρασύ και κατάφωρο έλεγχο των εσωτερικών θεμάτων αλλά και των αποφάσεων της χώρας μας από την Αγγλία, τη Ρωσία και τη Γαλλία αντίστοιχα. Με απλά λόγια, μέσω αυτών των κομμάτων, οι ξένες δυνάμεις επέβαλλαν την κυριαρχία τους στην Ελλάδα.
Το 1828 την πολιτική ηγεσία της χώρας αναλαμβάνει ο Καποδίστριας. Ο Κυβερνήτης θα διεκδικήσει, σε πείσμα των καιρών και των υποδουλωμένων εγχώριων ελίτ, την πολιτική ανεξαρτησία της Ελλάδας, για να δολοφονηθεί για το θράσος του τρία χρόνια αργότερα. Οι διαταγές των ξένων δυνάμεων ήταν σαφείς: η Ελλάδα δεν πρέπει να κερδίσει την ανεξαρτησία της.
Το 1832 οι «Μεγάλες Δυνάμεις» αποφάσισαν στο Συνέδριο του Λονδίνου για εμάς, χωρίς εμάς, πως τη διοίκηση της χώρας θα αναλάβει ο Βαυαρός (δηλαδή Γερμανός) Otto Friedrich Ludwig (‘Οθων). Κάπως έτσι γεννήθηκε αυτό που μάλλον ειρωνικά ονομάστηκε «Βασίλειον της Ελλάδος».
Ο Γερμανός Βασιλιάς θα διοικήσει τη χώρα μέχρι το 1862, διορίζοντας κατά το δοκούν τους πρωθυπουργούς της χώρας μας, μεταξύ των οποίων ήταν ο Κόμης Josef Ludwig von Armansperg και ο Ιππότης Ignaz von Rudhart!
Το 1863 οι ξένες δυνάμεις που αποφασίζουν για τη μοίρα της Ελλάδας, ξεκίνησαν τις διαβουλεύσεις για το ποια δυναστεία θα συνεχίσει να διοικεί στο όνομά τους, τη χώρα μας. Στη κορυφή της λίστας των υποψήφιων αρχόντων της Ελλάδας, βρέθηκαν μέλη της βασιλικής αφρόκρεμας της Ευρώπης. Άνθρωποι δηλαδή που δεν είχαν καμία σχέση με τον Ελληνισμό, όπως ο Πρίγκηπας Alfred της Σαξονίας, ο Δούκας Ernest II της Σαξονίας, ο Ernst Leopold του Λάινινγκεν, ο Henri d’Orléans (Δούκας του Ωμάλ) και ο Αυστριακός Maximilian (ο οποίος κατέληξε να διοικεί το Μεξικό!).
Τελικά επικράτησε ο συμβιβασμός ανάμεσα στους πάτρωνες της Ελλάδας, και ο βασιλικός θώκος ανατέθηκε στον Δανό-γερμανό (γεννηθείς στην Κοπεγχάγη) «Γεώργιο», ή ορθότερα, Πρίγκηπα William του Schleswig-Holstein-Sonderburg-Glücksburg, του Οίκου των Γκλύξμπουργκ.
Με ενδιάμεσα πραξικοπήματα, δικτατορίες και στημένα αντιδημοκρατικά δημοψηφίσματα (σαν αυτό του 2015), οι Γκλύξμπουργκ κυβέρνησαν την Ελλάδα έως το 1942, ενώ επιβίωσαν πολιτικά στη χώρα μας μέχρι τη χούντα του 1967.
Στην ενδιάμεση αυτή εποχή, ο Ελληνισμός δοκιμάστηκε όσο ποτέ από τις πολιτικές των ξένων δυνάμεων, οι οποίες ενεπλάκησαν άμεσα και ευθέως στα εσωτερικά της χώρας μας, σπέρνοντας την καταστροφή. Τραγικό αποτέλεσμα των έξωθεν επιρροών υπήρξε ο Εθνικός Διχασμός (1915) με την παράλληλη λειτουργία δύο κυβερνήσεων εντός της χώρας, σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, υποστηριζόμενες η μία από τη Γερμανία και η άλλη από την Αγγλογαλλική συμμαχία. Αντιστοίχως, κινητήριες δυνάμεις του Εμφυλίου πολέμου (1946) αποτέλεσαν στην πραγματικότητα οι πολιτικές των Άγγλων και των Ρώσων, και οι διαταγές που αυτοί απηύθυναν στις στρατευμένες με τη μεριά τους παρατάξεις εντός της χώρας μας. Το αυτό συνέβη και με τις εθνοκτόνες Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου (1959), οι οποίες επεβλήθησαν στην Ελλάδα, μετατρέποντας την Ελληνική στρατιωτική νίκη σε πολιτική αποτυχία, και εν τέλει, οδήγησαν στην απώλεια της Κύπρου και την Τουρκική εισβολή.
Οι στρατιωτικές δικτατορίες που ακολούθησαν (1967–1974) ήταν εξολοκλήρου υποκινούμενες από τον ξένο παράγοντα, σε ανώτατα επίπεδα και σε βαθμό άμεσου και επιχειρησιακού ελέγχου από τις ξένες μυστικές υπηρεσίες.
Η περίοδος της μεταπολίτευσης μετά το 1974, αποτελεί τον νέο κύκλο ελέγχου και κηδεμονίας της Ελλάδας από τις ξένες δυνάμεις, αυτή τη φορά με λιγότερο προφανή τρόπο. Αυτό δηλαδή που το 1827 γινόταν απροκάλυπτα, τώρα συμβαίνει κεκαλυμμένα αλλά στον ίδιο βαθμό και με την ίδια ένταση. Όπως τότε έτσι και τώρα, κάθε «ελληνική» κυβέρνηση, οφείλει με τον έναν ή τον άλλο τρόπο να επιδώσει τα διαπιστευτήρια της στα διεθνή διευθυντήρια των «δυτικών» δυνάμεων στα οποία και εν τέλει ανήκει.
Αυτό συνέβη στην αρχή της μεταπολίτευσης, με την κατ’ εντολήν εγκατάλειψη και παράδοση της Κύπρου στο φασιστικό τουρκικό μόρφωμα, ενώ το ίδιο αποδεικνύεται πως συμβαίνει και σε κάθε εθνική κρίση έκτοτε. Έτσι παραμένει αλησμόνητη η ταπεινωτική συνθηκολόγηση του πρωθυπουργού Σημίτη, το γκριζάρισμα του Αιγαίου από την κυβέρνησή του κατά την κρίση των Ιμίων (1996), και η απόλυτη υποταγή του στους ξένους ταγούς, με τη δήλωση: «Θέλω να ευχαριστήσω, την κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών, για την πρωτοβουλία και τη βοήθειά τους». Για να ακολουθήσει 20 χρόνια μετά, η σχεδόν λέξη προς λέξη, ολόιδια ομολογία του αντιπρόεδρου της κυβέρνησης Δραγασάκη, ο οποίος μετά την ταπεινωτική συμφωνία που διέλυσε την Ελληνική οικονομία, το μόνο που είχε να πει ήταν ότι: «Πρέπει να ευχαριστήσω δημόσια την κυβέρνηση των Η.Π.Α. και τον πρόεδρο Ομπάμα, διότι δίχως τη δική τους συμβολή, ίσως να μην πετυχαίναμε». Κοινές και πανομοιότυπες δηλώσεις υποταγής οι οποίες βγάζουν μάτι και δεν αφήνουν κανένα περιθώριο αμφιβολίας για το αν οι πολιτικοί μας λογοδοτούν στους πολίτες ή στις εξωγενείς δυνάμεις οι οποίες τους συντηρούν.
Ο έλεγχος του κράτους μας από ξένες δυνάμεις δεν περιορίζεται στις εθνικές κρίσεις, αλλά μάλλον είναι διαρκής και απλά καθίσταται σαφής στους πολίτες σε περιόδους εθνικών ζητημάτων όπως τα προαναφερθέντα.
Προφανής κατάληξη αυτής της κατάστασης ήταν η πρόσφατη καθ’ υπόδειξιν παράδοση της Μακεδονίας. Μια άνευ όρων εθνική τραγωδία, κατά την οποία όπως ομολόγησε ο τέως δήμαρχος Θεσσαλονίκης «υπακούσαμε στις εντολές των Αμερικάνων και των Γερμανών», και αποδεχθήκαμε ταπεινωτικά και δίχως καμία διαπραγμάτευση τη “λύση” που μας παρουσιάστηκε, όπως εξηγούν οι δηλώσεις της πρώην πρέσβειρας των Η.Π.Α. στα Σκόπια, Τζίλιαν Μιλοβάνοβιτς.
Σε όλα τα ανωτέρω πρέπει βέβαια να προστεθούν και οι πέντε πτωχεύσεις του σύγχρονου Ελληνικού κράτους, οι οποίες οδήγησαν σε διεθνείς επιτροπείες και έλεγχο των οικονομικών της χώρας μας, μέχρι και σε προσπάθειες ιδιωτικοποίησης των αρχαιολογικών χώρων και μνημείων της Ελλάδας!
Οι πτωχεύσεις και οι χρεοκοπίες υπογραμμίζουν αυτό που ο κόσμος έχει κοινό μυστικό, και μένει μόνο εμείς να παραδεχθούμε: Ότι η Ελλάδα δεν απελευθερώθηκε πραγματικά ποτέ. Όχι μόνο δεν απελευθερώθηκε, αλλά οι πολιτικοί της ταγοί, οι απόγονοι των κοτζαμπάσηδων που διαρκώς βρίσκονται στο παρασκήνιο της εξουσίας, από το 1825 μέχρι και σήμερα, υπηρετούν συνειδητά και πιστά τις ξένες δυνάμεις, ενώ ποτέ μα ποτέ δεν υπηρέτησαν την Ελληνική κοινωνία και τους πολίτες. Μέσω αυτών, δύνανται οι ξένες κυβερνήσεις να ασκούν έμμεσο ή και άμεσο έλεγχο στην εθνική μας πολιτική.
Η Επανάσταση σήμανε την επιστροφή της ελευθερίας στον τόπο μας. Οι οπλαρχηγοί μας χάρισαν απελευθέρωση, όχι όμως πολιτική ελευθερία και ανεξαρτησία. Αυτή είναι η δική μας αποστολή.
Χρειάστηκαν δύο αιώνες για να βρεθούμε σε θέση να επανακτήσουμε την υπερήφανη και ελεύθερη φρόνηση μας. Ας απαλλάξουμε τη χώρα μας από το αντιδημοκρατικό πολιτικό σύστημα που μας έχει επιβληθεί και το δουλικό πολιτικό προσωπικό που μας υπονομεύει.
Η ανάγκη για πραγματική ελευθερία είναι πλέον πιο επιτακτική από ποτέ.
200 χρόνια μετά, ας κλείσουμε τον κύκλο των επαναστάσεων, με μια καθαρά πολιτική επανάσταση για ελευθερία, δημοκρατία και εθνική κυριαρχία.
Το δέλτα – πολιτική επανάσταση
- Σταύρος Καλεντερίδης