Γράφει η Αναστασία Καντά
Η πολιτική πραγματικότητα στην Ελλάδα είναι πλέον – αναντίρρητα – βδελυρή∙ οι βάσεις του συστήματος σαθρές, για να μην πω ανύπαρκτες. Είναι δυνατόν να ευαγγελίζεσαι το ιδεώδες της Δημοκρατίας αφενός, αφετέρου να λοιδορείς και να υβρίζεις τον ακρογωνιαίο λίθο αυτής, που δεν είναι άλλος από τη λαϊκή κυριαρχία; Είναι δυνατόν να εμφορείσαι τον τίτλο του «δημοκράτη», αλλά να εφαρμόζεις άκρως ολιγαρχικές, κατ’ ουσίαν αντι-δημοκρατικές πολιτικές; Ναι, λοιπόν, είναι δυνατόν και συμβαίνει στη χώρα μας.
Αρχικά, γίνεται λόγος για το αδιέξοδο των εκλογών και των δημοψηφισμάτων. Κατά βάση, το «εκλέγειν» αποτελεί τον κύριο τρόπο έκφρασης του λαού και αποτύπωσης της βούλησής του. Μας παρέχουν το δικαίωμα να αποφασίζουμε οι ίδιοι για το ποιός θα κρατεί το βασιλικό σκήπτρο, φαινομενικά πάντα. Στην Ελλάδα συμβαίνουν δύο τινά: Πρώτον, το κομματικό χρίσμα το οποίο εγκολπώνεται εσωκομματικά και μικροπολιτικά κριτήρια. Το πολιτικό σύστημα ανακυκλώνει τα ίδια πρόσωπα και εμείς δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι άλλο, παρά να επιλέγουμε ανάμεσα στους προεπιλεγμένους, συνεπώς, το δικαίωμα του εκλέγειν είναι νοθευμένο και δημοκρατικοφανές. Δεύτερον, «μεταξύ των τυφλών κυριαρχεί ο μονόφθαλμος». Η χώρα, όμως, κάθε άλλο παρά μονόφθαλμες ηγεσίες χρειάζεται.
Από την άλλη, το δημοψήφισμα δεν είναι παρά μία μηχανορραφία που ενδύεται έναν συμμετοχικό μανδύα. Σκοπός του είναι να αισθανθεί ο πολίτης ότι συμμετέχει στη δημοκρατική διαδικασία και του δίνεται βήμα να λάβει αποφάσεις για το μέλλον το δικό του και της πατρίδας. Εντούτοις, πρόκειται για ένα φιάσκο, διότι μέσω της απάντησής του (ναι/όχι) εν αγνοία του νομιμοποιεί προειλημμένες αποφάσεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα υποκινούμενου, χειριστικού δημοψηφίσματος είναι αυτό του 2015.
Εστιάζοντας στο ζήτημα περί συλλαλητηρίων – με αφορμή τα άρτι διεξαχθέντα – δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτά αποτελούν τον παλμό του ελληνικού λαού και οι προθέσεις τους είναι αγνές και αχρωμάτιστες. Πάραυτα, το πολιτικό σύστημα επιχειρεί με το έτσι θέλω να τα συνδέσει επικοινωνιακά με φαινόμενα βανδαλισμού και βίας, οπότε οι πολιτικοί ιθύνοντες διάκεινται απεχθώς προς αυτά. Φυσικά, η στάση τους δε μένει στην απλή απέχθεια, αλλά λοιδορούν και υβρίζουν τόσο τη λαϊκή συνάθροιση και «λαλιά», όσο και τον ίδιο τον λαό. Με άλλα λόγια, οι διαμαρτυρίες και τα συλλαλητήρια είναι τα εργαλεία αυτά που φαινομενικά μας έχει επιτρέψει το σύστημα να έχουμε, σχήμα οξύμωρο, δεδομένου ότι το ίδιο αυτό σύστημα απαξιώνει τα μέσα αυτά και κλείνει τα αυτιά του στη φωνή των πολιτών.
Συλλήβδην, οι προαναφερθέντες συνταγματικοί τρόποι έκφρασης (εκλογές, δημοψηφίσματα, συλλαλητήρια) είναι τόσο χρεοκοπημένοι, όσο και το πολιτικό σύστημα. Άρα, κατ’ ουσίαν, δε μας μένει τίποτα. Δεν έχουμε τρόπο να επηρεάσουμε τίποτα στη χώρα, εκτός αν πουλήσουμε την ψυχή μας και προσκυνήσουμε κάποιο κόμμα.
Αν όχι τώρα, τότε πότε θα πάψει ο λαός να είναι ένα τυχαίο άθυρμα και να λογαριάζεται στην πράξη; Αν όχι τώρα, τότε πότε θα σταματήσει να αποτελεί το «κινούμενο» (κι όχι το «κινούν», όπως θα έπρεπε να είναι) του πολιτικού συστήματος; Αν θέλουμε να μιλάμε για αγνή κι ανόθευτη δημοκρατία, ηνίοχος πρέπει να καταστεί ο λαός. Το όπλο που μένει στη φαρέτρα μας είναι η πολιτική πίεση που δυνάμεθα να ασκήσουμε.
Σε αυτό το σημείο, λοιπόν, επεμβαίνει το δ, η αναγκαιότητα ύπαρξης του οποίου επιβεβαιώνεται τώρα όσο ποτέ. Πρόκειται για μία αμιγώς πολιτική, μη-κομματική δράση που φιλοδοξεί να αλλάξει το πολιτικό σύστημα της χώρας και να την απελευθερώσει από τον ζυγό της ασυδοσίας και της πολιτικής σήψης. Με την πολιτική πίεση που πρόκειται να ασκήσει, μπορεί να επέλθει ριζική αλλαγή, ωστόσο, πρόκειται για ένα συλλογικό εγχείρημα που τρέφεται από την υποστήριξη του λαού. Η κατάταξη των πολιτών σε κομματικά-ιδεολογικά στρατόπεδα δε χωράει σε μία Ελλάδα με όραμα. Σε μία Ελλάδα, όπου ως λίκνο της δημοκρατίας, οφείλει να υπηρετήσει το ιδεώδες αυτής.