Οι κυβερνώντες, οι λοιποί αξιωματούχοι, οι βουλευτές και οι λοιποί εκλεγμένοι σε εθνικό αλλά και τοπικό επίπεδο οφείλουν να λαμβάνουν αποφάσεις μόνο και πάντα κατόπιν διαβούλευσης με τους πολίτες, στους οποίους και οφείλουν να λογοδοτούν. Ο τρόπος και η μέθοδος αυτής της διαβούλευσης μπορεί να ποικίλλει, αλλά πρέπει όλες οι σχετικές διαδικασίες να είναι θεσμοθετημένες και να τηρούνται στο έπακρο. Σε τοπικό επίπεδο μπορούν να αξιοποιηθούν οι γενικές συνελεύσεις των τοπικών κοινωνιών που ήδη προβλέπονται από την νομοθεσία, αλλά με δεσμευτική και όχι συμβουλευτική ισχύ όπως αντιδημοκρατικά ισχύει σήμερα. Σε εθνικό επίπεδο, οι βουλευτές οφείλουν για μείζονα θέματα της επικαιρότητας (οικονομικό, μεταναστευτικό, κ.ά.) να απευθύνονται στους πολίτες της περιφέρειας τους και να υιοθετούν τις απόψεις της συνέλευσης των πολιτών. Αντί δηλαδή να υποτάσσονται στην ανελεύθερη κομματική γραμμή ή να ψηφίζουν κατά συνείδηση ως μονάδες, αγνοώντας τη βούληση των ψηφοφόρων τους, να επιλέγουν τη μοναδική δημοκρατική επιλογή και να εκφράζουν απόλυτα τη βούληση των ανθρώπων που φέρονται πως εκπροσωπούν. Η διαδικασία μπορεί να είναι πολύ εύκολη, συγκεντρώνοντας τους πολίτες της εκλογικής τους περιφέρειας σε κάποιες από τις μεγαλύτερες πόλεις της περιοχής. Εκεί οι πολίτες θα μπορούν να συμμετέχουν είτε με φυσική παρουσία είτε και μέσω διαδικτύου. Ο βουλευτής, αφού εκφράσει τις διαφορετικές απόψεις για το επίμαχο θέμα και ενημερώσει τους συμπολίτες του για την προσωπική του γνώμη και αυτή του κόμματος του, δέχεται και υιοθετεί εν τέλει την άποψη των πολιτών που παρευρίσκονται, ανανεώνοντας έτσι και την πολιτική του εντολή. Αυτό, πέραν του ότι αποτελεί θεμελιώδη ρύθμιση για την εφαρμογή της Δημοκρατίας, θα προστατέψει τη χώρα από το φαινόμενο να παίρνονται αποφάσεις από μια ομάδα 3-4 ανθρώπων που ηγούνται της κυβέρνησης, στις οποίες συντάσσεται συνήθως το πολιτικό προσωπικό, με καταστροφικές όπως έχει αποδειχτεί συνέπειες για την Ελλάδα.
Παραδείγματα εφαρμογής: Η διαβούλευση και το Σκοπιανό ζήτημα